Καναδάς

Καναδάς
I
Επίσημη ονομασία: Καναδάς
Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001)
Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από τον Αρκτικό ωκεανό, στα ΒΑ από τον κόλπο του Μπάφιν και τον πορθμό Ντέιβις, στα Α από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Δ από τον Ειρηνικό.Ο Κ. αποτελεί μέλος της Βρετανικής κοινοπολιτείας. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου σε έκταση, μετά τη Ρωσία, και καταλαμβάνει όλο το βόρειο τμήμα της βορειοαμερικανικής ηπείρου, με εξαίρεση την Αλάσκα, που ανήκει στις ΗΠΑ.Ο Κ. αποτελεί ομοσπονδία δέκα αυτόνομων επαρχιών και τριών ομόσπονδων εδαφών (σε παρένθεση η αγγλική ονομασία, οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των επαρχιών και των εδαφών σύμφωνα με την απογραφή του 2001): Αλμπέρτα (Alberta, Έντμοντον, 2.974.807), Βρετανική Κολομβία (British Columbia, Βικτόρια, 3.907.738), Κεμπέκ (Quebec, Κεμπέκ, 7.237.208), Μανιτόμπα (Manitoba, Γουίνιπεγκ, 1.119.583), Νιου Μπρούνσγουικ (New Brunswick, Φρέντρικτον, 729.498), Νιουφάουντλαντ και Λαμπραντόρ (Newfoundland and Labrador, Σεντ Τζονς, 512.930), Νόβα Σκότια (Nova Scotia, Χάλιφαξ, 908.007), Οντάριο (Ontario, Τορόντο, 11.410.046), Νήσος Πρινς Έντουαρντ (Prince Edward Island, Σάρλοταουν, 135.294) και Σασκάτσιουαν (Saskatchewan, Ριτζάινα, 978.933). Τα τρία ομόσπονδα εδάφη είναι τα εξής: Βορειοδυτικά Εδάφη (Northwest Territories, Γέλοουναϊφ, 37.360), Γιούκον (Yukon, Γουάιτχορς, 28.674) και Νουναβούτ (Nunavut, Ικαλουίτ, 26.745), που προήλθε από τη διαίρεση (1999) των Βορειοδυτικών Εδαφών.Οι επίσημες γλώσσες του Κ. είναι η αγγλική και η γαλλική, ενώ ομιλούνται επίσης διάφορες γλώσσες των αυτόχθονων πληθυσμών, κυρίως όσων ανήκουν στην αλγκονκιανή γλωσσική ομάδα.
Ο Κ. παρουσιάζει πλούσια και ενδιαφέρουσα εθνοτική και φυλετική σύνθεση. Περίπου το 34% του πληθυσμού είναι αγγλοσαξονικής καταγωγής και το 27% γαλλικής. Οι κάτοικοι που προέρχονται από ασιατικές περιοχές αύξησαν εντυπωσιακά το ποσοστό τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες και αποτελούν πλέον το 16% του συνολικού πληθυσμού. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ανήκουν σε διάφορες εθνοτικές ομάδες, όπως η γερμανική, η ιταλική, η ουκρανική, η σκανδιναβική, η ουγγρική, η ελληνική κ.ά. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί –που επίσημα αποκαλούνται Πρώτα Έθνη (First Nations)– αποτελούν το 2% του πληθυσμού και μοιράζονται σε περίπου 600 διαφορετικές ομάδες. Οι μαύροι αντιπροσωπεύουν περίπου το 2% των κατοίκων του Κ.Το πολίτευμα του Κ. χαρακτηρίζεται ως ομοσπονδιακή δημοκρατία κοινοβουλευτικού τύπου, στην οποία οι εξουσίες διαχωρίζονται μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των επαρχιών. Η ομοσπονδία δημιουργήθηκε το 1867 με τον βρετανικό νόμο για τη Βόρεια Αμερική (British North America Act), ο οποίος τροποποιήθηκε μετά τις αποφάσεις της αυτοκρατορικής διάσκεψης του 1926, η οποία αναγνώρισε τον Κ. (όμοια με τις άλλες κτήσεις) «μη υποταγμένο σε καμία πλευρά των εσωτερικών και διεθνών υποθέσεών τους... ελεύθερα συνδεδεμένο με τη Βρετανική κοινοπολιτεία». Το 1949 ο βρετανικός νόμος για τη Βόρεια Αμερική, που ίσχυσε ξανά, αναγνώρισε στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο το δικαίωμα να αναθεωρήσει το σύνταγμα στα θέματα της αρμοδιότητάς του.
Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1982, αρχηγός του κράτους είναι η βασίλισσα της Αγγλίας, η οποία ασκεί την εκτελεστική εξουσία μέσω του γενικού κυβερνήτη, τον οποίο διορίζει για πέντε έτη ύστερα από πρόταση του Καναδού πρωθυπουργού.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από δύο σώματα, που συναποτελούν το κοινοβούλιο της ομοσπονδίας: τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Η Βουλή των Αντιπροσώπων συγκροτείται από 301 μέλη, τα οποία εκλέγονται από τον λαό κάθε πέντε χρόνια, ενώ η Γερουσία απαρτίζεται από 104 μέλη, τα οποία ορίζονται από τον κυβερνήτη.
Επικεφαλής της κυβέρνησης είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος ελέγχεται από το κοινοβούλιο της ομοσπονδίας. Η δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης αφορά τομείς όπως η διαχείριση του δημόσιου χρέους, η άμυνα, η φορολογία, η νομισματική πολιτική, η ναυσιπλοΐα κ.ά. Οι επαρχιακές κυβερνήσεις διαχειρίζονται ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας και τοπικής φορολογίας.Κληρονομικός αρχηγός του κράτους είναι η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β’. Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 27 Νοεμβρίου του 2000 πρωθυπουργός αναδείχθηκε ο επικεφαλής του Φιλελεύθερου Κόμματος, Ζαν Κρετιέν, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία από τον Νοέμβριο του 1993. Τα δύο κυρίαρχα κόμματα της σύγχρονης ιστορίας του Κ. είναι το Φιλελεύθερο Κόμμα και το Προοδευτικό Συντηρητικό Κόμμα. Οι Φιλελεύθεροι και οι Συντηρητικοί πρωταγωνίστησαν στο πολιτικό σκηνικό της χώρας σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε εμφανίστηκαν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, όπως το σοσιαλδημοκρατικό Νέο Δημοκρατικό Κόμμα και το δεξιό Κόμμα της Αναμόρφωσης. Το τελευταίο συγχωνεύτηκε το 2000 με το Προοδευτικό Συντηρητικό Κόμμα για τον σχηματισμό της Καναδικής Συμμαχίας. Στο Κεμπέκ σημαντική είναι η παρουσία του γαλλόφωνου Μπλοκ Κεμπεκουά, που πρεσβεύει την αυτονομία της επαρχίας, ενώ ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα –ήδη από τη δεκαετία του 1970– διαθέτει το Κόμμα του Κεμπέκ.Ο Κ. διαθέτει δύο δικαστικά συστήματα: ένα ομοσπονδιακό και ένα επαρχιακό. Τα επαρχιακά δικαστήρια είναι αρμόδια για όλα τα θέματα με εξαίρεση εκείνα του ποινικού δικαίου, για τα οποία έχουν αρμοδιότητα τα ομοσπονδιακά δικαστήρια. Οι δικαστές διορίζονται διά βίου από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Το ανώτατο δικαστήριο, που δημιουργήθηκε το 1875, εκτελεί λειτουργίες εφετείου στις αστικές και ποινικές υποθέσεις. Διαθέτει εννέα μέλη, τρία εκ των οποίων πρέπει να προέρχονται από την επαρχία του Κεμπέκ, και εδρεύει στην Οτάβα.Η Καθολική Εκκλησία και οι διάφορες προτεσταντικές χριστιανικές ομολογίες έχουν στον Κ. τον μεγαλύτερο αριθμό πιστών. Οι καθολικοί αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στην επαρχία του Κεμπέκ. Τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα περιλαμβάνουν μεθοδιστές, αγγλικανούς, πρεσβυτεριανούς, βαπτιστές κ.ά. Υπάρχουν επίσης Χριστιανοί Ορθόδοξοι και Εβραίοι.Η οργάνωση της καναδικής παιδείας παρουσιάζει διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά που συνδέονται κυρίως με την τριπλή –αγγλική, γαλλική και αμερικανική– πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση. Κατά την περίοδο στην οποία η γαλλική επιρροή ήταν πιο έντονη (ιδιαίτερα στην επαρχία του Κεμπέκ), ολόκληρη η εκπαίδευση ελεγχόταν από την Καθολική Εκκλησία. Η εκπαίδευση σε αγγλική γλώσσα άρχισε με τη μετανάστευση από τις ΗΠΑ πολιτών πιστών στο βρετανικό Στέμμα. Οι στοιχειώδεις και μέσες σχολές λειτουργούν σύμφωνα με το αγγλικό σύστημα, που βρήκε την πρακτική του εφαρμογή και το κέντρο διάδοσής του ιδιαίτερα στο Οντάριο. Πλέον οι ΗΠΑ αποτελούν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο αναφοράς του καναδικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης είναι οκτώ χρόνια στις αγγλόφωνες επαρχίες και επτά στο Κεμπέκ. Η στοιχειώδης και η μέση εκπαίδευση ποικίλλουν σε διάρκεια. Η τελευταία καλύπτει και μορφές επαγγελματικής εξειδίκευσης.
Στον Κ. λειτουργούν περισσότερα από εξήντα πανεπιστήμια και κολέγια. Σημαντικότερα πανεπιστήμια θεωρούνται τα πανεπιστήμια της Αλμπέρτα και του Κάλγκαρι στην επαρχία Αλμπέρτα, το πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ στη Βρετανική Κολομβία, τα πανεπιστήμια της Μανιτόμπα και του Μόνκτον στο Νιου Μπρούνσγουικ, τα πανεπιστήμια Ακάντια και Ντάλχουζι στη Νόβα Σκότια, τα πανεπιστήμια Κάρλτον, Οτάβα, Γουότερλου και Γιορκ στο Οντάριο και, τέλος, τα πανεπιστήμια του Μόντρεαλ και του Κεμπέκ στην επαρχία του Κεμπέκ.Ο έλεγχος της διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων και όλων των σχετικών υπηρεσιών ασκείται από τον υπουργό Αμύνης, απέναντι στον οποίο είναι υπεύθυνοι οι αρχηγοί του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας, καθώς και οι αρχηγοί της διοίκησης επικοινωνιών και της διοίκησης στρατιωτικής εκπαίδευσης. Την οικονομική διοίκηση του πολιτικού συστήματος του υπουργείου αναλαμβάνει ο υφυπουργός. Ο Κ. περιλαμβάνεται στην ατομική ομπρέλα των ΗΠΑ και διαθέτει σπουδαία αμυντικά συστήματα στο έδαφός του. Η αμυντική πολιτική του βασίζεται στην ενεργό συμμετοχή του στο NATO και στη στενή συνεργασία του με τις ΗΠΑ. Το 2001 οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούσαν περίπου 56.800 άτομα.Η ευθύνη της κοινωνικής πρόνοιας είναι μοιρασμένη μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των επαρχιακών κυβερνήσεων. Η πρώτη διαχειρίζεται ζητήματα εθνικής εμβέλειας, όπως το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του Κ., η ασφάλιση των ανέργων και η μέριμνα για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (μετανάστες κ.ά.). Οι τοπικές Αρχές ασχολούνται κυρίως με θέματα που αφορούν τις επαρχίες.
Το 1999 αναλογούσε ένας γιατρός σε 476 κατοίκους, ενώ ο τομέας της υγείας απορροφούσε το 1% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Ο Κ. υπήρξε η πρώτη χώρα που νομιμοποίησε (2001) τη χρήση ινδικής κάνναβης για ιατρικούς σκοπούς.Το καναδικό έδαφος καταλαμβάνει όλο το βόρειο τμήμα της Βόρειας Αμερικής. Από το γεγονός αυτό προέρχονται τα ιδιόρρυθμα χαρακτηριστικά του, που αποτελούν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα μιας ηπειρωτικής χώρας. Ο Κ. βρέχεται από τα νερά του Ατλαντικού, του Ειρηνικού και των αρκτικών θαλασσών και εκτείνεται προς τα Ν έως τα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη. Τα σύνορα διατρέχουν 2.000 χλμ. κατά μήκος του 49ου παραλλήλου, ενώ το υπόλοιπο τμήμα διαρθρώνεται μέσω των μεγάλων λαυρεντιανών λιμνών και κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Σεντ Λόρενς, που αντιπροσωπεύουν τα πιο έκδηλα και σημαντικά στοιχεία της βορειοαμερικανικής γεωγραφίας. Ανάλογα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν τα βορειοδυτικά σύνορα με την Αλάσκα, που αντιπροσωπεύονται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον 141ο μεσημβρινό στα Δ του Γκρίνουιτς. Τα θαλάσσια σύνορα διακόπτονται από χερσονήσους και ακρωτήρια, ενώ απέναντι στις ακτές βρίσκονται νησιά κάθε διάστασης.
Παρά τη μεγάλη του έκταση, η δομή του καναδικού εδάφους είναι αρκετά οροθετημένη. Στο περιβάλλον του μπορούν πράγματι να διακριθούν πέντε μεγάλες μορφολογικές ενότητες, που αποτελούν τις βάσεις μιας πρώτης γενικής διαίρεσης: στα Δ η περιοχή των κορδιλιέρων (Βραχώδη Όρη και Παράκτια Οροσειρά), αποτελούμενη από τραχιά ανάγλυφα πρόσφατης προέλευσης, με ενδιάμεσα ψηλότατα υψίπεδα· στα Α η περιοχή του ατλαντικού Κ., που περιλαμβάνει τα τελευταία ανάγλυφα του απαλαχιανού συστήματος παλαιότερης εποχής –τα οποία έχουν εξομαλυνθεί κατά μεγάλο μέρος από τη διάβρωση–, με ενδοχώρα που αποτελείται από την εύφορη και πυκνοκατοικημένη λεκάνη του Σεντ Λόρενς· στο κεντρικό τμήμα η περιοχή της καναδικής ασπίδας, μεγάλο υψίπεδο, ελαφρά χαμηλωμένο στο κέντρο, που καλύπτεται από τα νερά του κόλπου του Xάντσον· προς τα ΝΔ η περιοχή των πεδιάδων (Great Plains), ενώ τέλος στα Β υπάρχουν τα μεγάλα αρκτικά αρχιπελάγη, που αποτελούν γαίες περάσματος προς τη Γροιλανδία.
Το έδαφος του Κ. διακρίνεται σε διάφορες μορφολογικές ενότητες. Η περιοχή των Βραχωδών Ορέων, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του –από τις μεγάλες πεδιάδες έως τον Ειρηνικό ωκεανό– καταλαμβάνεται από τις κορδιλιέρες (ή Βραχώδη Όρη), οι οποίες δημιουργούν έντονη αντίθεση με τις άλλες περιοχές τόσο λόγω του υψομέτρου τους όσο και λόγω της δομής και της μορφολογίας τους, καθώς προέρχονται από μια πρόσφατη συρρίκνωση του καινοζωικού. Οι ορεινές αλυσίδες προχωρούν σε σχεδόν παράλληλες δέσμες και πλαισιώνουν μια ολόκληρη σειρά εσωτερικών υψιπέδων, με μέσο υψόμετρο τα 1.000 μ., και χαράζονται βαθιά από τους ποταμούς που κατεβαίνουν από εσωτερικές οροσειρές για να σκορπίσουν σε λιμναίες κόγχες, οι οποίες οφείλονται στη δράση της πλειστοκαινικής παγετωνικής επικάλυψης. Το ανάγλυφο, κατά τη διάρκεια και μετά την ανάδυση και τη μετατόπισή του (που άρχισε στα τέλη του μεσοζωικού), υπέστη ρήγματα και μερικές καταβυθίσεις, που προκάλεσαν την έξοδο των υλικών της λάβας.
Τα καναδικά Βραχώδη Όρη υψώνονται από την περιοχή των πεδιάδων σαν φράγμα με απρόσιτες κορυφές, σκεπασμένες από πάγους και χιόνια, το ύψος των οποίων κυμαίνεται ανάμεσα στα 3.000 και στα 4.000 μ. Τα βουνά αρχίζουν από τον περίπλοκο ορεογραφικό και υδρογραφικό κόμβο ανάμεσα στους νότιους πηγαίους βραχίονες των ποταμών που σχηματίζουν τον Λιαρντ, παραπόταμο του Mακένζι. Ωστόσο τα μεγαλύτερα ύψη απαντώνται νοτιότερα, μετά τον Πις Pίβερ και καταλήγουν στα όρη Pόμπσον (3.954 μ.) και Kολούμπια (3.747 μ.).
Στα Δ των Βραχωδών Ορέων, ύστερα από μια σειρά μικρότερων ορεινών αλυσίδων με τυπικά αλπική μορφολογία, εκτείνεται ένα κατακερματισμένο και τραχύ υψίπεδο, που διαρρέεται από πολυάριθμους ποταμούς. Ανάμεσα στο υψίπεδο και στον Ειρηνικό ωκεανό υψώνονται άλλες δύο ορεινές αλυσίδες, με σχεδόν παράλληλη διεύθυνση. Η πρώτη είναι η Παράκτια Oροσειρά (Coast Mοuntains), που χαμηλώνει στη θάλασσα με μια σειρά από φιόρδ. Σε αυτήν ανήκει ο ορεινός όγκος του Σεντ Iλάιας, που κατά το μεγαλύτερο μέρος εκτείνεται στην Αλάσκα, αλλά σχηματίζει σε καναδικό έδαφος την επιβλητική κορυφή του όρους Λόγκαν (6.050 μ.). Η άλλη οροσειρά είναι κατά ένα μέρος βυθισμένη και κατακερματισμένη σε πολυάριθμα νησιωτικά τμήματα, ανάμεσα στα οποία το νησί Βανκούβερ και το αρχιπέλαγος της Βασίλισσας Καρλότας.
Ατλαντικός Κ. ονομάζεται η περιοχή που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον ποταμόκολπο του Σεντ Λόρενς, από τα νερά του οποίου αναδύεται το στενό και επίμηκες νησί Aντικόστι, και στον Ατλαντικό ωκεανό. Περιλαμβάνονται επίσης οι δύο χερσόνησοι Γκασπέ και Νόβα Σκότια καθώς και η επιμήκυνση της τελευταίας, το νησί Κέιπ Mπρέτον (Kαπ Mπρετόν), με το γειτονικό νησί Πρινς Έντουαρντ (Πρίγκιπα Εδουάρδου) και ανατολικότερα το νησί της Νέας Γης. Λόγω της προέλευσης και της δομής της η περιοχή αυτή αποτελεί μέρος του απαλαχιανού συστήματος. Η περιοχή, αφού ανυψώθηκε πολλές φορές και ύστερα δέχτηκε τη δράση των ατμοσφαιρικών παραγόντων, παρουσιάζεται πλέον ως υδραγωγός ανάμεσα σε δύο ανυψωμένα κράσπεδα.
Το κράσπεδο που δεσπόζει στο ακραίο τμήμα του Σεντ Λόρενς είναι το υψηλότερο, με γρανιτικούς θόλους που ξεπερνούν τα 1.200 μ. Αντίθετα, το κράσπεδο που είναι στραμμένο στον Ατλαντικό αποτελείται από μέτρια ανάγλυφα, που διασχίζουν τη Νόβα Σκότια και το νησί Kέιπ Mπρέτον. Στη μέση βρίσκεται μια πεδινή περιοχή, που αποτελείται από ένα βαθύπεδο, κατακλυσμένο κατά ένα μέρος από τη θάλασσα, ύστερα από μια πρόσφατη επίκλυση, στην οποία οφείλονται μερικοί βαθείς μυχοί, όπως ο κόλπος Φάντι. Στον τελευταίο παρατηρούνται οι πιο ψηλές παλίρροιες του πλανήτη μας.
Το νησί Νιουφάουντλαντ στο ανατολικό τμήμα αποτελείται από ένα υψίπεδο αρχαιοζωικών πετρωμάτων, ελαφρά κυματοειδές, και από τη δυτική ορεινή αλυσίδα Long Range (Μακριά Οροσειρά), απαλαχιανής προέλευσης. Οι βυθισμένες κοιλάδες της σχηματίζουν πολυάριθμους κόλπους και φιόρδ· τα ανάγλυφα καταλήγουν στην ακτή σχηματίζοντας ακρωτήρια.
Τέλος, ο ποταμόκολπος του Σεντ Λόρενς αντιστοιχεί δομικά σε μια μεγάλη τεκτονική τάφρο που εισχωρεί έως τη λίμνη Σαπίριορ, η οποία ανοίγεται στο νότιο άκρο της καναδικής ασπίδας.
Η καναδική ή λαυρεντιανή ασπίδα αποτελεί το αρχαιότερο γεωλογικό στοιχείο του Κ. και ολόκληρης της Βόρειας Αμερικής. Απέκτησε τη σημερινή δομή της από την περίοδο του αρχαιοζωικού και έκτοτε έμεινε έξω από άλλες συρρικνώσεις. Η ασπίδα συντίθεται από κρυσταλλικά και ιζηματογενή πετρώματα, τα οποία αποτελούσαν αρχαία ορεινά συστήματα τελείως ισοπεδωμένα από τη διάβρωση, πριν από τα τέλη του αλγκόνκιου. Έτσι το κρυσταλλικό υπόστρωμα (γρανίτες και γνεύσιοι) καλύφθηκε κατά μεγάλο μέρος από ιζήματα που είχαν δημιουργηθεί από αυτή τη διάβρωση. Το σύνολο, βάση και επικάλυψη, δέχτηκε αργότερα τις επικλύσεις των παλαιοζωικών θαλασσών. Αφού υπέστη την υποαέρια διάβρωση σε όλη τη διάρκεια του μεσοζωικού και του καινοζωικού, η ασπίδα πήρε την όψη ενός τυπικού υψιπέδου, με μέτριο ύψος και ελαφρές κυματώσεις. Το υψίπεδο χαμηλώνει στο κέντρο, το οποίο καταλαμβάνεται από τον κόλπο του Xάντσον και είναι ανυψωμένο στα άκρα. Ιδιαίτερα ανυψωμένο παρουσιάζεται στα ανατολικά (στο Λαμπραντόρ και στη Γροιλανδία), ενώ λιγότερο στα Δ και στα ΝΔ. Η μεγάλη χερσόνησος του Λαμπραντόρ, ψυχρή και κατά το μεγαλύτερο μέρος ακατοίκητη, παρουσιάζει προς τον Ατλαντικό μια αρκετά κατακερματισμένη αλλά ψηλή και αφιλόξενη παράκτια παρυφή. Πιο συνεχείς, χαμηλές και πεδινές είναι οι όχθες του κόλπου του Χάντσον. Οι βορειοδυτικές ακτές στη θάλασσα Mποφόρ παρουσιάζουν ομαλή μορφή, με μυχούς (κόλποι Mακένζι, Φράνκλιν και Nτάρνλεϊ) και ακρωτήρια (Mπάθερστ και Πάρι).
Η πιο πρόσφατη τροποποίηση του υψιπέδου είναι αποτέλεσμα της παγετωνικής δράσης του πλειστόκαινου, η οποία απογύμνωσε ξανά μεγάλο μέρος της μάζας και άσκησε σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του σημερινού τοπίου. Το τοπίο χαρακτηρίζεται από μορενικές συσσωρεύσεις (τις χαρακτηριστικές drumlins), ακανόνιστους βράχους, αναρίθμητες λίμνες και φιόρδ κατά μήκος της ωκεάνιας παρυφής.
Ανάμεσα στα Βραχώδη Όρη στα Δ και στη λαυρεντιανή ασπίδα στα ΒΑ εκτείνονται από τον Κ. έως τις ΗΠΑ οι λεγόμενες μεγάλες πεδιάδες. Αυτές αποτελούν μία εκτεταμένη περιοχή, το υψόμετρο της οποίας, αν και παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση, έχει σχεδόν παντού πεδινή δομή.
Από γεωλογική άποψη, οι πεδιάδες διαφέρουν από την ασπίδα λόγω της πιο πρόσφατης προέλευσής τους. Τα πετρώματά τους ανήκουν στην περίοδο του μεσοζωικού και είναι γενικά ασβεστολιθικά και αργιλώδη. Αξιοσημείωτες είναι οι εναποθέσεις μορενικού υλικού, εγκαταλελειμμένου από τους νεοζωικούς παγετώνες κατά τη φάση υποχώρησης και, προπάντων, τα εκτεταμένα στρώματα λες, που οφείλονται στην αιολική ιζηματαπόθεση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις μεταπαγετωνικές φάσεις σε άγονο και στεπικό περιβάλλον.
Ανάμεσα στο τμήμα των πεδιάδων που είναι στραμμένο προς τον Αρκτικό ωκεανό και σε εκείνο που στρέφει τα νερά του στον Μισισιπή περνά ένας σχεδόν ανεπαίσθητος υδροκρίτης. Προχωρώντας από τα Α στα Δ, η περιοχή υψώνεται σχεδόν σταθερά από τα 230 μ. της Γουίνιπεγκ μέχρι τα 1.000 μ. της Kάλγκαρι, απ’ όπου χαμηλώνει προς τα ΒΑ, προσελκύοντας στη διεύθυνση αυτή τα νερά των ποταμών Σασκάτσιουαν, Aθαμπάσκα και Πις.
Η περιοχή των πεδιάδων συμπίπτει με εκείνη των λειμώνων (prairies)· στην πραγματικότητα ο λειμώνας είναι ένα βιοκλιματικό φαινόμενο που παρατηρείται σε ένα κατάλληλο γεωλογικό και μορφολογικό περιβάλλον, το οποίο ωστόσο δεν καλύπτει τελείως. Η ευφορία αυτών των εδαφών οφείλεται στις ιζηματογενείς επικαλύψεις των αργιλωδών άμμων, που είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για την καλλιέργεια των δημητριακών.
Ανάμεσα στην ήπειρο και στη Γροιλανδία εκτείνεται το επιβλητικό συγκρότημα νησιών, χερσονήσων και στενών μυχών, γνωστών ως Καναδικό Αρκτικό αρχιπέλαγος (1.350.000 τ. χλμ.). Αυτό σχηματίζει έναν νησιωτικό κόσμο από μη χρησιμοποιήσιμες παγωμένες γαίες, των οποίων μόνο το περίγραμμα είναι γνωστό. Τα νησιά, που χωρίζονται μεταξύ τους από στενούς θαλάσσιους βραχίονες καλυμμένους με επιπλέοντες πάγους (packs), είναι συγκεντρωμένα σε διάφορα αρχιπελάγη.
Απέναντι από την καναδική αρκτική ακτή, που είναι ολόκληρη κατακερματισμένη από μυχούς και ακρωτήρια, βρίσκονται ορισμένα από τα μεγαλύτερα νησιά: Mπανκς, Bικτόρια (από τα μεγαλύτερα και πιο αρθρωτά), Πρίγκιπα Oυαλίας, Σόμερσετ κ.ά. Το μεγαλύτερο είναι η Γη του Mπάφιν, που περικλείει στα Β τον κόλπο του Xάντσον και χωρίζεται από τη Γροιλανδία με τον κόλπο Mπάφιν και το στενό Nτέιβις.
Σε ένα δεύτερο μέτωπο, πέρα από τις βαθιές διώρυγες (sounds) της Mέλβιλ και του Λάνκαστερ και του στενού Μακ Kλούερ, βρίσκονται τα αρχιπελάγη Πάρι, όπου είναι τοποθετημένος ο βόρειος μαγνητικός πόλος των Σβέρντρουπ, το νησί Nτέβον και τέλος το τραχύ Έλσμιρ.Στο μεγαλύτερο μέρος του Κ. επικρατεί ηπειρωτικό κλίμα, με μακρείς και σφοδρούς χειμώνες, σύντομα καλοκαίρια και μέτριες βροχοπτώσεις. Εξαιτίας του φράγματος των κορδιλιέρων, το κλίμα είναι ανοιχτό στις πολικές επιδράσεις και κλειστό στις ωκεάνιες του Ειρηνικού. Η υψηλή θερμική διακύμανση και το γρήγορο πέρασμα από την ψυχρή στη θερμή εποχή, με σύντομα ενδιάμεσα στάδια, είναι τα γενικά χαρακτηριστικά του.
Αν εξαιρεθεί η ακτή του Ειρηνικού, που έχει εύκρατο κλίμα χάρη στις επιδράσεις των θερμών ρευμάτων (κούρο σίβο), ολόκληρος ο Κ. αποτελεί μια περιοχή με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· το ψυχρό ρεύμα του Λαμπραντόρ, που βρέχει τις ατλαντικές ακτές, εντείνει αυτό το χαρακτηριστικό. Ο κόλπος του Σεντ Λόρενς, που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τη Μάγχη, παγώνει για τέσσερις μήνες ετησίως, ενώ οι άνεμοι διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στον καθορισμό του κλίματος. Οι δυτικοί άνεμοι που πνέουν από τον Ειρηνικό προκαλούν όλο τον χρόνο ήπιες θερμοκρασίες και άφθονες βροχές στη δυτική ακτή (περ. 800 χιλιοστά και 1.200 χιλιοστά στις πλαγιές των βουνών που φτάνουν στη θάλασσα). Οι βορειοδυτικοί εισδύουν τον χειμώνα από την Αρκτική μέσω της κοιλάδας του Μακένζι και προκαλούν τις χαμηλές θερμοκρασίες που παρατηρούνται στην περιοχή των λειμώνων. Οι βορειοανατολικοί και εκείνοι που προέρχονται από τον ψυχρό κόλπο του Xάντσον φέρνουν και αυτοί δριμύ ψύχος και έτσι η θερμοκρασία ελαττώνεται στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Αντίθετα, το καλοκαίρι αυτή η περιοχή είναι ανοιχτή στην επίδραση των χλιαρών ρευμάτων που προέρχονται από τον κόλπο του Μεξικού, τα οποία προκαλούν υψηλές θερμοκρασίες και άφθονη υγρασία. Την ίδια εποχή φτάνουν και οι μάζες θερμού και ξηρού αέρα από τις ερημικές νοτιοδυτικές περιοχές των ΗΠΑ, που προκαλούν ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες στις νότιες ζώνες των λειμώνων. Στη λωρίδα των κορδιλιέρων οι πιο ψηλές ζώνες των αναγλύφων παρουσιάζουν ορεινό κλίμα, ενώ οι λεκάνες ανάμεσα στα βουνά δέχονται ελάχιστες βροχές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ερημικών και στεπικών τοπίων.
Λόγω της μεγάλης έκτασης του εδάφους και των διαφορετικών χαρακτηριστικών των περιοχών, οι κλιματικές συνθήκες του Κ. είναι ποικίλες.
Στον βορρά επικρατεί υποπολικό κλίμα, που επηρεάζει όλη τη βόρεια περιοχή και, νοτιότερα, το βόρειο μισό της χερσονήσου του Λαμπραντόρ. Η τελευταία υπόκειται, παρά το χαμηλό της υψόμετρο, στην αρνητική επίδραση του μεγάλου ψυχρού ρεύματος, του οποίου φέρει την ονομασία. Στην περιοχή αυτή παρατηρούνται μέσες ετήσιες θερμοκρασίες υπό του μηδενός και τον Ιούλιο χαμηλότερες από τους 10°C. Το έδαφος καλύπτεται από χιόνια για μεγάλο μέρος του χρόνου. Οι βροχοπτώσεις είναι μέτριες (400-500 χιλιοστά), αλλά η υγρασία της ατμόσφαιρας είναι υψηλή και ο ουρανός καλύπτεται σχεδόν πάντοτε από σύννεφα.
Ακολουθεί μια περιοχή που υπόκειται σε ψυχρό ηπειρωτικό (ή υποαρκτικό) κλίμα. Αυτή περιλαμβάνει το βόρειο μισό του νησιού της Νέας Γης, το νότιο τμήμα του Λαμπραντόρ έως τις εκβολές του Σεντ Λόρενς, τις πεδιάδες στα ΝΔ του κόλπου του Xάντσον έως τη λίμνη Γουίνιπεγκ και τη λεκάνη του Mακένζι. Χαρακτηρίζεται από μακρύ και δριμύ χειμώνα, αλλά αρκετά θερμό καλοκαίρι.
Στις περιοχές των απαλαχιανών αναγλύφων και των νότιων πεδιάδων επικρατεί το εύκρατο ηπειρωτικό κλίμα. Οι χειμώνες είναι σφοδροί, τα καλοκαίρια πολύ θερμά και οι ετήσιες διακυμάνσεις αρκετά υψηλές (27°C στον κόλπο του Σεντ Λόρενς, 38°C στη Γουίνιπεγκ). Αλλά οι διαφορές των βροχοπτώσεων, που είναι άφθονες στα Α (1.500 χιλιοστά στην ατλαντική ακτή και πάντοτε περισσότερα των 500 χιλιοστών έως το γεωγραφικό μήκος της λίμνης Γουίνιπεγκ) και αραιές προς τα Δ (250 χιλιοστά στις παρυφές των Βραχωδών Ορέων), διαμορφώνουν έναν υγρό ηπειρωτικό τύπο στα Α (λαυρεντιανή περιοχή) και έναν ξηρό ηπειρωτικό τύπο (ή του λειμώνα) στα Δ. Στα Α οι βροχοπτώσεις κατανέμονται μάλλον ομοιόμορφα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Τον χειμώνα οι χιονοπτώσεις είναι άφθονες (2-3 μ.) και παρατηρούνται συχνά ψυχρά κύματα (cold waves) που προκαλούν πτώσεις των θερμοκρασιών και γρήγορη κίνηση των ρευμάτων, κυρίως των δυτικών, τα οποία δημιουργούν τις χιονοθύελλες με αιχμηρές νιφάδες (blizzards). Η άνοιξη αρχίζει αργά, το καλοκαίρι είναι δροσερό και το φθινόπωρο διαρκεί αρκετά. Αντίθετα, στα Δ ο χειμώνας –λιγότερο θυελλώδης– είναι ψυχρός και ξηρός, η άνοιξη πρώιμη και σύντομη, το καλοκαίρι ζεστό και ηλιόλουστο, ενώ το φθινόπωρο σύντομο. Στους λειμώνες είναι χαρακτηριστικός ένας θερμός και ξηρός άνεμος (που ονομάστηκε από τους αυτόχθονες chinook). Οι χειμερινοί άνεμοι προκαλούν άνοδο της θερμοκρασίας και συμβάλλουν στην τήξη του χιονιού.
Η παράκτια λωρίδα του Ειρηνικού, που βρέχεται από το θερμό ρεύμα κούρο σίβο, δέχεται τους υγρούς θαλασσινούς ανέμους και έχει ωκεάνιο κλίμα. Η θερμοκρασία είναι ομοιόμορφη, με ετήσιες διακυμάνσεις γύρω στους 12°C.
Η δυτική ορεινή ζώνη, λόγω του αναγλύφου και της έκθεσής της, έχει κλίμα πολύ διαφορετικό κατά τόπους, αλλά γενικά θεωρείται αλπικό, με ισχυρές διακυμάνσεις και ιδιόρρυθμες συνθήκες, ιδιαίτερα στα Βραχώδη Όρη. Το κλίμα είναι πολύ υγρό στην πλευρά που εκτίθεται στους ανέμους οι οποίοι πνέουν από τον Ειρηνικό και ξηρό στην αντίθετη πλευρά.Η άμεση επίδραση του κλίματος στη βλάστηση καθορίζει, στους μεγάλους καναδικούς χώρους, μια στενή αντιστοιχία ανάμεσα στις κλιματικές ζώνες και στις ζώνες της χλωρίδας και της πανίδας. Διακρίνονται ορισμένες μεγάλες βιοκλιματικές λωρίδες ή περιοχές, που χαρακτηρίζονται από δική τους οικολογική ισορροπία εκτός από ιδιαίτερους τύπους τοπίου. Σε γενικές γραμμές μπορούν να αναγνωριστούν τέσσερις κύριες διαιρέσεις: ο βασικός Κ. ή χρήσιμος Κ., ο Μεσαίος Βορράς, ο Μεγάλος Βορράς και ο Ακραίος Βορράς, που αντιστοιχεί στα αρκτικά νησιά.
Στον Μεγάλο Βορρά, με μέσες ετήσιες θερμοκρασίες υπό του μηδενός και με μέση θερμοκρασία τον Ιούλιο κατώτερη των 10°C, επικρατεί η τούνδρα, που καταλαμβάνει τις γαίες της καναδικής ασπίδας και το βόρειο μισό του Λαμπραντόρ. Πρόκειται για εδάφη που καλύπτονται από χιόνια για ένα μέρος του χρόνου και δεν ξεπαγώνουν ποτέ. Σε αυτές τις περιοχές φύονται μόνο βρύα, λειχήνες και νανώδεις θάμνοι. Όπως στην Ευρασία, η περιοχή χαρακτηρίζεται από ζώα μεγάλου αναστήματος. Οι ακτές του Αρκτικού ωκεανού είναι γεμάτες από λευκές αρκούδες, φώκιες και εκατομμύρια αποδημητικά πουλιά, που ζουν από τα προϊόντα της θάλασσας. Χαρακτηριστικό ζώο της τούνδρας είναι ο μοσχόβους, ο οποίος είναι περιορισμένος στο Αρκτικό αρχιπέλαγος και στον Ακραίο Βορρά, στα ανατολικά του Mακένζι. Πολύ κοινοί είναι οι τάρανδοι που, καθώς είναι περιορισμένοι σε αριθμό, παραχωρούν τη θέση τους στους κατοικίδιους ταράνδους, οι οποίοι έχουν εισαχθεί από τη Σιβηρία και τη Λαπωνία. Υπάρχουν επίσης διάφοροι τύποι λύκων, λαγών και πολικών αλεπούδων.
Στα Ν της τούνδρας, στη ζώνη ψυχρού ηπειρωτικού κλίματος που αντιστοιχεί στον Μεσαίο Βορρά, υπάρχει μια μεγάλη λωρίδα καλυμμένη από πυκνότατα δάση κωνοφόρων (πεύκα, έλατα, κέδροι) και λίγων μόνο πλατύφυλλων (λεύκες και σημύδες) στα πιο προφυλαγμένα μέρη. Το πέρασμα από το δάσος στην τούνδρα γίνεται βαθμιαία, με ξέφωτα ολοένα και πιο εκτεταμένα και φυτά με μικρότερο μέγεθος. Το δάσος κωνοφόρων διαθέτει ποικίλη πανίδα: το ουαπίτι (καναδικό ελάφι), την αμερικανική άλκη, τον τάρανδο καριμπού, που διακρίνεται από τον αρκτικό από τη μικρότερη ανάπτυξη που έχουν τα κέρατά του κ.ά. Στα Βορειοδυτικά Εδάφη παραμένουν σε περιορισμένους αριθμούς το αγριοκάτσικο και το αγριοπρόβατο, ενώ παντού υπάρχουν μοσχοποντικοί, σκίουροι, κάστορες και μεφίτες. Στα σαρκοφάγα περιλαμβάνονται το σαμούρι, το βιζόν, ο λύγκας και ο φαιός λύκος, που ενίοτε προωθούνται βορειότερα. Αντίθετα η φαιά αρκούδα, η κόκκινη αλεπού και η ενυδρίδα εισδύουν βαθιά στις νότιες περιοχές. Στη λεκάνη της Γουίνιπεγκ και μέχρι τον κόλπο Xάντσον ζουν ο βόρειος πάνθηρας και η αμερικανική αντιλοκάπρα. Η ασημόχρωμη αλεπού εκτρέφεται σε μεγάλη κλίμακα σε διάφορα μέρη του Κ. και κυρίως στο νησί Πρινς Έντουαρντ.
Στα ΝΔ του δάσους, στην περιοχή των μεγάλων πεδιάδων (great plains), η σπανιότητα των βροχών έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ποώδους φυτικού μανδύα (λειμώνα), που εκτείνεται από τη λίμνη Γουίνιπεγκ έως τους πρόποδες των Βραχωδών Ορέων. Ο λειμώνας αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές στο δυτικό τμήμα της ζώνης με εύκρατο ηπειρωτικό κλίμα και αποτελεί ένα σπουδαίο τμήμα του βασικού Κ.
Προς τα ΝΑ, στην περιοχή των λαυρεντιανών λιμνών, στη μεγάλη λωρίδα του δάσους κωνοφόρων υπεισέρχεται ένα δάσος πλατύφυλλων. Εκεί υπάρχουν φυλλοβόλα είδη, ιδιαίτερα το σφεντάμι και διάφορα είδη καστανιάς, βελανιδιάς, καρυδιάς, φλαμουριάς και μελίας. Η ποικιλία είναι ιδιαίτερα πλούσια, καθώς συχνά παρεμβάλλονται ορισμένα είδη του νότου. Στη ζώνη με την παλαιότερη αποίκιση ο φυτικός μανδύας έχει αλλοιωθεί από τις καλλιέργειες και τη γενικότερη ανθρώπινη παρέμβαση. Το λαυρεντιανό δάσος εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη πηγή ξυλείας του Κ., επειδή θεωρείται πιο κατάλληλο για εκμετάλλευση απ’ ό,τι το βόρειο, όπου οι οικισμοί είναι αραιοί και οι επικοινωνίες δύσκολες.
Η δυτική λωρίδα, που καταλαμβάνεται από τις κορδιλιέρες και τα υψίπεδα, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία βλάστησης. Τα Βραχώδη Όρη έχουν δασώδη μανδύα (πεύκα και κέδρους), αρκετά πυκνό και ρωμαλέο στην πλευρά που εκτίθεται στον Ειρηνικό ωκεανό, απ’ όπου προέρχονται οι υγροί άνεμοι· η ανατολική πλευρά που χαμηλώνει σταδιακά προς τις πεδιάδες παρουσιάζει πολύ άγονη όψη και γυμνά πετρώματα. Τα εσωτερικά υψίπεδα έχουν αραιή βλάστηση ημιάγονου ή ακόμη και ερημικού τύπου σε κάποια σημεία, λόγω των ελάχιστων βροχοπτώσεων.Η διάταξη και τα χαρακτηριστικά του καναδικού υδρογραφικού δικτύου αντανακλούν την εμφανή σχέση τους με το ανάγλυφο. Καθώς τα Βραχώδη Όρη –τα οποία αποτελούν σχεδόν παντού τον ηπειρωτικό υδροκρίτη– εκτείνονται σε μικρή απόσταση από τον Ειρηνικό, η δυτική πλευρά είναι απόκρημνη και συγκεντρώνει γενικά ποταμούς με μικρό ρου, ενώ στην αντίθετη πλευρά υπάρχουν ποταμοί με αξιοσημείωτο μήκος. Οι τελευταίοι εκβάλλουν όλοι στον Ατλαντικό, όχι όμως άμεσα στον ανοιχτό ωκεανό –με εξαίρεση τον Σεντ Λόρενς– αλλά στον Αρκτικό ωκεανό και ιδιαίτερα στον κόλπο του Xάντσον. Οι ποταμοί που εκβάλλουν στον κόλπο του Xάντσον σχηματίζουν ένα πυκνό δίκτυο, σε σύνδεση με τις πολυάριθμες λίμνες παγετωνικής προέλευσης, και έχουν κοινό χαρακτηριστικό μια εξαιρετικά ασαφή κοίτη. Πράγματι το ανάγλυφο, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα τονισμένο, καθιστά αδύνατο ένα καθαρά καθορισμένο υδρογραφικό σύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει ένας σαφής υδροκρίτης και οι ποταμοί άλλοτε παίρνουν τη μορφή τελμάτων ή λιμναίων λεκανών και άλλοτε κατεβαίνουν με μικρούς και μεγάλους καταρράκτες, πάντοτε με ακανόνιστο και απρόβλεπτο τρόπο.
Ο Κ. διαθέτει την πιο μεγάλη λιμναία επιφάνεια του κόσμου. Μολονότι δεν στερούνται ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, όλες σχεδόν οι καναδικές λίμνες προέρχονται από την εποχή των παγετώνων. Οι λίμνες των λειμώνων, οι οποίες είναι σχετικά μικρές, αντιστοιχούν σε κλειστές λεκάνες και παρουσιάζουν έναν κυμαινόμενο βαθμό αλμυρότητας. Οι λίμνες των Βραχωδών Ορέων καταλαμβάνουν συνήθως τεκτονικές κοιλάδες και συνεπώς το σχήμα τους είναι στενό και επίμηκες. Μεγαλύτερη ποικιλία μορφών παρουσιάζουν οι λίμνες του βορείου υψιπέδου· αυτές που έχουν καλύψει προπαγετωνικά βαθύπεδα έχουν καλά καθορισμένο περίγραμμα, ενώ αυτές που καταλαμβάνουν μορενικά αμφιθέατρα έχουν ασαφείς όχθες και παρουσιάζουν την ίδια αστάθεια που παρουσιάζουν ορισμένοι ποταμοί.
Δύο από τους σπουδαιότερους ποταμούς του Κ. είναι ο Τσόρτσιλ και ο Νέλσον, που αποτελούν το κάτω τμήμα του Σασκάτσιουαν. Ο Τσόρτσιλ (1.800 χλμ.) κατεβαίνει από τα Βραχώδη Όρη και σχηματίζει μια σειρά από λιμναίες λεκάνες που ενώνονται με στενούς λαιμούς, μέσω των οποίων τα νερά ανοίγουν πέρασμα με μικρούς και μεγάλους καταρράκτες. Ο ποταμός αυτός παραμένει παγωμένος για πολλούς μήνες. Ο Σασκάτσιουαν κατέρχεται από τα Βραχώδη Όρη μέσω των δύο βραχιόνων του, του βόρειου (1.300 χλμ.) και του νότιου (1.200 χλμ.), που διαρρέουν τις πεδιάδες και συμβάλλουν κάτω από τη Σασκάτσιουαν. Ο ποταμός εκβάλλει στη λίμνη Γουίνιπεγκ (24.500 τ. χλμ.), από την οποία εξέρχεται με την ονομασία Νέλσον. Συνολικά, από τα 3.170 χλμ. του Σασκάτσιουαν-Νέλσον μόνο τα 65 χλμ. είναι πλωτά λόγω της παρουσίας καταρρακτών. Μέσω του Ρεντ Ρίβερ, που καταλήγει και αυτός στη λίμνη Γουίνιπεγκ, το σύστημα Σασκάτσιουαν-Νέλσον συνδέεται ύστερα με τον Μινεσότα και μετά με τον ρου του Μισισιπή. Εξάλλου μέσω του ποταμού Γουίνιπεγκ επικοινωνεί με τη λίμνη Σαπίριορ και με τον Σεντ Λόρενς.
Στα ΒΔ, ο Μακένζι (4.240 χλμ.), που προέρχεται από την ένωση του Aθαμπάσκα (1.200 χλμ.) με τον Πις Pίβερ (1.900 χλμ.), συγκεντρώνει τα νερά των τριών μεγαλύτερων λιμνών του βόρειου Κ., της Aθαμπάσκα (8.080 τ. χλμ.), της Μεγάλης Λίμνης των Σκλάβων (28.440 τ. χλμ.) και της Μεγάλης Λίμνης των Άρκτων (31.790 τ. χλμ.), αποτελώντας τη μεγαλύτερη (1.760.000 τ. χλμ.) ποτάμια λεκάνη του Κ. Ο Mακένζι είναι πλουσιότατος σε νερά και, όταν δεν είναι παγωμένος, είναι πλωτός επί 1.500 χλμ. χωρίς διακοπή. Η ναυσιπλοΐα αρχίζει αρκετά αργά λόγω των πάγων –κατά τα τέλη του Ιουνίου– και δεν διαρκεί περισσότερο από τέσσερις μήνες.
Τα όρη Mακένζι χωρίζουν τη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού από τη λεκάνη του Γιούκον, του οποίου μόνο οι πηγαίοι βραχίονες βρίσκονται στο καναδικό έδαφος καθώς ύστερα περνά στην Αλάσκα. Ο ποταμός αυτός αποτελείται από δύο κύρια υδάτινα ρεύματα (το Tέσλιν και το Πέλι), που ενώνονται κοντά στη Σέλκιρκ. Πιο κάτω δέχεται τον Κλόνταϊκ, γνωστό για τα χρυσοφόρα κοιτάσματά του.
Όλοι αυτοί οι ποταμοί έχουν σημαντική και σταθερή παροχή χάρη στις λιμναίες λεκάνες που διασχίζουν και από τις οποίες τροφοδοτούνται. Αντίθετα, πιο ακανόνιστη παροχή έχουν οι ποταμοί που εκβάλλουν στον Ειρηνικό ωκεανό· οι μεγαλύτεροι από αυτούς, όπως ο Kολούμπια και ο Φρέιζερ, παρουσιάζουν πολυάριθμες διακοπές που οφείλονται σε καταρράκτες.
Ο Φρέιζερ κατεβαίνει από τα Βραχώδη Όρη του νότιου Κ. για να εκβάλλει κοντά στο Βανκούβερ, ενώ είναι γνωστός για τα άφθονα ψάρια του. Ο Κολούμπια (2.250 χλμ.), που κάποτε ονομαζόταν Όρεγκον (ποταμός της Δύσης), είναι ένας από τους πιο μακρείς και σημαντικούς ποταμούς της Βόρειας Αμερικής, με λεκάνη απορροής 772.000 τ. χλμ., η οποία περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στις ΗΠΑ. Πηγάζει από την ομώνυμη λίμνη, στα καναδικά Βραχώδη Όρη, και έχει ελικοειδή και ακανόνιστο ρου, που κλείνεται μερικές φορές σε στενότατες κλεισώρειες και άλλοτε σε τεχνητές λιμναίες λεκάνες.
Ωστόσο κανένας από τους καναδικούς ποταμούς δεν διαθέτει τη σπουδαιότητα του Σεντ Λόρενς, που αποτελεί έως σήμερα τη μεγαλύτερη οδό διείσδυσης από την ατλαντική όχθη στο εσωτερικό της χώρας. Η λεκάνη του αναπτύσσεται από τα Δ στα Α και αποτελείται από δύο τμήματα που παρουσιάζονται χωριστά. Το πρώτο περιλαμβάνει τις πέντε λαυρεντιανές λίμνες και το δεύτερο αποτελείται από την ομώνυμη κοιλάδα στην οποία ρέει ο ποταμός. Συνολικά ο Σεντ Λόρενς έχει λεκάνη απορροής 1.550.000 τ. χλμ. –από τα οποία τα 250.000 καλύπτονται από τις πέντε λίμνες– και μήκος 3.060 χλμ.
Από τις πέντε λαυρεντιανές λίμνες, που εκτείνονται κατά ένα μέρος σε καναδικό έδαφος και κατά ένα μέρος στο έδαφος των ΗΠΑ, η πιο εσωτερική είναι η λίμνη Σαπίριορ (84.131 τ. χλμ.), η μεγαλύτερη λεκάνη γλυκού νερού στον κόσμο, που βρίσκεται σε υψόμετρο 184 μ. Από τη λίμνη τα νερά περνούν, μέσω της Σάντα Μαρία, στη λίμνη Xιούρον (61.800 τ. χλμ.) και στη Mίσιγκαν (58.000 τ. χλμ.), οι οποίες βρίσκονται σε υψόμετρο 177 μ. Η λίμνη Xιούρον επικοινωνεί, μέσω της μικρής λίμνης Σεντ Kλερ, με την Ίρι, στο βορειοδυτικό άκρο της οποίας σχηματίζεται ο ποταμός Νιαγάρας, που εκβάλλει στη λίμνη Οντάριο. Το ισχυρό αυτό άλμα χαρακτηρίζεται από μερικές αναβαθμίδες και ένα αντέρεισμα: τους περίφημους καταρράκτες του Νιαγάρα, με όγκο νερού περίπου 11.000 κ.μ./δευτ., αναπτύσσοντας τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Στον ρου του, από τη λίμνη Οντάριο έως τη θάλασσα, ο Σεντ Λόρενς διακόπτεται από καταρράκτες, αλλά έχει σταθερή παροχή, επειδή οι μεγάλες λίμνες λειτουργούν ως ρυθμιστές. Πάνω από το Κεμπέκ το πλάτος του ποταμού είναι περίπου 6 χλμ., αλλά παρακάτω –ύστερα από μια τελευταία στένωση– διευρύνεται στα 30-40 χλμ. και καταλήγει σε έναν εξαιρετικά εκτεταμένο ποταμόκολπο. Μολονότι παγώνει για μια σημαντική περίοδο (περισσότερο από τέσσερις μήνες στο Kεμπέκ), ο ποταμός μαζί με τις μεγάλες λίμνες αποτελεί μια αξιόλογη πλωτή αρτηρία. Οι διαφορές επιπέδων διευθετούνται με διώρυγες, έχοντας αποτέλεσμα την ύπαρξη συνεχούς ζωηρού συστήματος ναυσιπλοΐας από το άκρο της λίμνης Σαπίριορ έως τον ποταμόκολπο για περίπου 4.000 χλμ. Πριν από τον ευρωπαϊκό εποικισμό στο καναδικό έδαφος ζούσαν οι Εσκιμώοι και οι Αμερινδοί. Οι δύο πληθυσμοί ανθρωπολογικά κατατάσσονται ανάμεσα στους Μογγόλους και στους Ευρωπαίους.
Οι Εσκιμώοι εγκαταστάθηκαν στη βόρεια παραλιακή ζώνη του Κ. και σε ορισμένα σημεία του Αρκτικού αρχιπελάγους, ακόμα και έξω από τα καναδικά εδάφη, κατά μήκος των ακτών της Γροιλανδίας. Παρά το γεγονός ότι έζησαν διάσπαρτοι, διατήρησαν ενιαία εθνικά χαρακτηριστικά. Οι Αμερινδοί έφτασαν από την Ασία στην αρχή του νεοζωικού και αργότερα πέρασαν από τον Κ. στην Κεντρική Αμερική. Οι Αμερινδοί άρχισαν να μειώνονται προοδευτικά, τόσο εξαιτίας των μεγάλων σφαγών που έγιναν εις βάρος τους από τους λευκούς αποίκους έως τα μέσα του 19ου αι. όσο και λόγω των ασθενειών που κατά καιρούς τους έπλητταν.
Η ανακάλυψη της Νιουφάουντλαντ (Νέα Γη) και ίσως της Νόβα Σκότια (Νέα Σκοτία) οφείλεται στον Βενετό Τζοβάνι Καμπότο. Οι Πορτογάλοι αδελφοί Κορτορεάλ προσάραξαν το 1501 στη Νιουφάουντλαντ και σε ένα τμήμα του Λαμπραντόρ και ο Φλωρεντινός Τζοβάνι ντα Bερατσάνο έφτασε το 1524 έως το νησί Kέιπ Mπρέτον, δίνοντας την ονομασία Νέα Γαλλία στις περιοχές που επισκέφθηκε.
Ωστόσο, η ουσιαστική αποίκιση του Κ. ξεκίνησε στις αρχές του 17ου αι. από τον Σαμουέλ ντε Σαμπλέν, ο οποίος το 1604 ίδρυσε το Πορ Pουαγιάλ στη Νόβα Σκότια και το 1608 το Kεμπέκ, στο σημείο όπου στενεύει ο ποταμόκολπος του Σεντ Λόρενς. Αυτά τα δύο μέρη αποτέλεσαν την αφετηρία για την εξάπλωση των Γάλλων στη χώρα. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν η Τρουά Pιβιέρ το 1634 και η Bιλ Mαρί το 1642, όπου αργότερα αναπτύχθηκε το Mόντρεαλ.
Στο μεταξύ οι Άγγλοι, που είχαν ιδρύσει την Eταιρεία του Κόλπου του Xάντσον (1670), βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό με τους Γάλλους, οι οποίοι όμως αυξάνονταν ταχύτατα: από 680 το 1651 έφτασαν τους 6.000 το 1668, τους 25.000 το 1722 και τους 70.000 το 1760. Ύστερα από συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις, οι Άγγλοι νίκησαν οριστικά και η ειρήνη του Παρισιού (1763) επικύρωσε την προσάρτηση του Κ. στη Βρετανία. Η Γαλλία διατήρησε υπό την κυριαρχία της μόνο τα μικρά νησιά Άγιος Πέτρος και Mικελόν.
Από το 1763 έως το 1867 η ζωή στον Κ. συνεχιζόταν με μια φυσική και αναπόφευκτη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη αλλά και με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες εθνικές ομάδες. Το αγγλικό στοιχείο όμως παρουσίαζε μεγαλύτερη αύξηση απ’ ό,τι το γαλλικό χάρη στα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, που προέρχονταν τόσο από την Ευρώπη όσο και από τις αποικίες του Ατλαντικού, οι οποίες το 1776 αποτέλεσαν τις ΗΠΑ. Οι διάφοροι τόποι εγκατάστασης των πληθυσμών είχαν αποτέλεσμα τον διαχωρισμό της χώρας σε Κάτω Κ. (Kεμπέκ), στα Α του ποταμού Οτάβα, με απόλυτη επικράτηση του γαλλικού πληθυσμού, και σε Άνω Κ., κατοικημένο από Αγγλοσάξονες.
Οι σταδιακές μεταναστεύσεις. Μέχρι τα τέλη του 18ου αι. οι υπερπόντιες μεταναστεύσεις δεν θεωρούνταν σημαντικές. Ένας πυρήνας από Σκοτσέζους είχε εγκατασταθεί στο νησί Κέιπ Μπρέτον και στις γύρω ακτές. Δίπλα σε αυτούς έμεναν μικρές ομάδες Ελβετών και Γερμανών προτεσταντών. Μετά το 1820 το μεταναστευτικό ρεύμα των Βρετανών διογκώθηκε ταχύτατα από στρατιώτες που απολύθηκαν μετά το τέλος του πολέμου, από χωρικούς που απειλούνταν από τη γεωργική κρίση, από βιοτέχνες που έμειναν άνεργοι με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και, τέλος, από Ιρλανδούς που έφτασαν εκεί εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων. Οι τελευταίοι μετανάστες έφτασαν στη Νιου Μπρούνσγουικ, απ’ όπου προχώρησαν προς τον Άνω Κ., περιοχή που το 1851 αριθμούσε 952.000 κατ.
Στα μέσα του 19ου αι. ο δείκτης της δημογραφικής ανάπτυξης άρχισε να παρουσιάζει κάμψη, καθώς το κυριότερο μεταναστευτικό ρεύμα κατευθυνόταν προς τις ΗΠΑ, ενώ πολλοί Καναδοί προτίμησαν να περιπλανηθούν στις μεγάλες πόλεις του Ατλαντικού και στους λιβαδότοπους των ΗΠΑ. Αυτή η έξοδος από τον Κ. αντιστοιχούσε σε 60.000 άτομα στη δεκαετία του 1850 και σε 150.000 στην επόμενη. Ωστόσο δεν ήταν μια άγονη περίοδος, αλλά μια φάση διευθετήσεων: από το 1850 έως το 1867 στον Κ. κατασκευάστηκαν οι μεγάλες σιδηροδρομικές αρτηρίες οι οποίες ένωσαν τις διαφορετικές περιοχές που τον αποτελούν.
Ο πρώτος υπερκαναδικός σιδηρόδρομος (Canadian Pacific Railway) αποτέλεσε το σύμβολο της πολιτικής ενοποίησης του Κ. Η γραμμή συνέδεε τον παλαιό Κ. με τη Βρετανική Κολομβία στον Ειρηνικό. Μόλις κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το Γουίνιπεγκ (1882) η μετανάστευση σημείωσε άνοδο αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Οι λιβαδότοποι, οι οποίοι προσέφεραν τη δυνατότητα γρήγορης συγκομιδής, δημιουργούσαν συγχρόνως πολυάριθμα προβλήματα: σφοδρό κρύο τον χειμώνα, ξηρασία, έλλειψη δασών και δυσκολίες για προμήθειες.
Στο δυτικό άκρο του καναδικού εδάφους η άνοδος του πληθυσμού της Βρετανικής Κολομβίας προήλθε αρχικά από τις εγκαταστάσεις της Εταιρείας του Κόλπου του Xάντσον. Ξαφνικά όμως, το 1858, ο πυρετός του χρυσού οδήγησε πλήθη χρυσοθήρων στην κοιλάδα Φρέιζερ, με αποτέλεσμα η περιοχή να εξελιχθεί σε αποικία και αργότερα (1871) να γίνει επαρχία. Η δημογραφική ανάπτυξη της Βρετανικής Κολομβίας σημείωσε ιδιαίτερη άνοδο κυρίως μετά το 1881, όταν αριθμούσε 50.000 κατ., οι οποίοι στις αρχές του επόμενου αιώνα έφτασαν σχεδόν τους 200.000, το 1951 ανήλθαν σε 1.165.000, το 1976 σε 2.406.000 και το 2001 σε 3.907.738.
Κατά την απογραφή του 1991, το 40% των Καναδών ήταν αγγλοσαξονικής καταγωγής και το 27% γαλλικής. Στις αρχές του 21ου αι. τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν διαμορφωθεί σε 34% και 27% αντίστοιχα. Οι Ασιάτες κάτοικοι της χώρας, οι οποίοι τις τελευταίες δεκαετίες παρουσίασαν σταθερά ανοδική τάση, έφταναν το 16%, ενώ οι αυτόχθονες –οι οποίοι ονομάζονται πλέον Πρώτα Έθνη– αποτελούσαν το 2% του συνόλου.
Το αγγλοσαξονικό στοιχείο αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην εθνική ζωή του τόπου. Ο αγγλικός πληθυσμός ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το ένα τρίτο του γαλλοκαναδικού πληθυσμού ομιλεί την αγγλική γλώσσα, ενώ μόνο μια μειονότητα Aγγλοκαναδών τη γαλλική. Το πολυεθνικό ψηφιδωτό του Κ. συμπληρώνεται από Ουκρανούς, Ιταλούς, Σκανδιναβούς, Έλληνες, Ούγγρους κ.ά.Ο καναδικός πληθυσμός αυξήθηκε βαθμιαία με τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα. Έως το 1825 η συρροή συγκρατήθηκε σε μέτρια επίπεδα, ενώ την περίοδο 1826-50 εισήλθαν στον Κ., από ξηρά και θάλασσα, περισσότερο από ένα εκατομμύριο μετανάστες, φαινόμενο που επαναλήφθηκε κατά τη δεκαετία του 1850. Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης με 50.000 αφίξεις ετησίως και αμέσως πάλι έξαρση: 128.000 το 1903, 311.000 το 1911, 402.000 το 1914. Το φαινόμενο, όπως συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, πήρε τη μορφή μιας μετανάστευσης χωρίς καθοδήγηση και σίγουρες προοπτικές. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των ετερογενών στοιχείων (Γερμανοί, Ιταλοί, Κινέζοι), σχετικά με τους δύο επικρατέστερους, προκάλεσε αντιδράσεις που γρήγορα προσέκτησαν τη μορφή αυστηρών περιοριστικών νόμων για τις μεταναστεύσεις που δεν προέρχονταν από τα βρετανικά εδάφη ή τις ΗΠΑ. Έτσι ο αριθμός των μεταναστών περιορίστηκε σημαντικά και το 1931 μόλις έφτασε τους 23.000.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ο ρυθμός αυξήθηκε απότομα· 600.000 μετανάστες συνέρρευσαν την πρώτη πενταετία και περισσότεροι από 2,3 εκατομμύρια κατά την εικοσαετία 1950-70. Κατά τη δεκαετία του 1990 ο μέσος ετήσιος αριθμός των μεταναστών έφτασε τους 165.000. Το 2001 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ανερχόταν σε 30.007.094 κατ. με πυκνότητα 3 κατ. ανά τ. χλμ. Το προσδόκιμο ζωής στη χώρα υπολογιζόταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2002, στα 79 χρόνια (83 χρόνια για τις γυναίκες και 76 για τους άνδρες).
Μια προσεκτική εξέταση του τρόπου εγκατάστασης του πληθυσμού αποκαλύπτει ότι ο Κ. είναι κατοικημένος κυρίως κατά μήκος των συνόρων του με τις ΗΠΑ, ενώ υπάρχουν μεγάλες ακατοίκητες εκτάσεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα κατοικημένα μέρη και τα απομονώνουν.
Στον Κ. υπάρχουν διάφορες μορφές αγροτικής εγκατάστασης, γεγονός που οφείλεται αφενός στη διαφορετική καταγωγή των αποίκων, αφετέρου στο γεγονός ότι οι τόποι επελέγησαν με διαφορετικά κριτήρια που θα εξυπηρετούσαν στρατιωτικούς (φρούρια), θρησκευτικούς (αποστολές) ή εμπορικούς σκοπούς.
Οι περιοχές στις οποίες η συρροή του αγγλικού στοιχείου υπήρξε μεγαλύτερη χαρακτηρίζονται από ένα υψηλό ποσοστό διάσπαρτου πληθυσμού σε σχέση με τις πολυάριθμες φάρμες, όπου το σπίτι –στο κέντρο της αγροτικής επιχείρησης– αποτελεί απομονωμένη περιοχή. Στον τομέα της γεωργίας απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος των Ουκρανών, οι οποίοι κατοίκησαν την περιοχή ανάμεσα στα δάση και στους λιβαδότοπους, όπου τα ξέφωτα εναλλάσσονται με τα δάση, περιοχή που μοιάζει με τον τόπο καταγωγής τους.Αρχικά οι πόλεις ήταν πυρήνες εγκατάστασης των αποίκων. Αργότερα άρχισαν να αναπτύσσονται ως αστικά κέντρα χάρη στο εμπόριο, που αποτελούσε τη βάση για την οικονομία της χώρας.
Μολονότι δεν θεωρούνται μεγαλουπόλεις, ορισμένα από τα πολεοδομικά συγκροτήματα, όπως του Mόντρεαλ και του Tορόντο, παρουσιάζουν σημαντικές πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Στο σύνολό του ο αστικός πληθυσμός ανέρχεται στο 76,6% του ολικού.
Τα κέντρα του Κ. προήλθαν από μικρές ομάδες σπιτιών, τις οποίες είχαν δημιουργήσει Ευρωπαίοι σκαπανείς, ή από τα λεγόμενα φρούρια, που κατασκευάστηκαν από τους πρώτους αποίκους στη διασταύρωση των δρόμων, για να προστατεύονται από τυχόν επιθέσεις των αυτοχθόνων και να επιτηρούν τις συγκοινωνίες ή τα ορυχεία που με τον καιρό απέκτησαν καθοριστική σημασία.
Η δημογραφική ανάπτυξη και η βαθμιαία μεταμόρφωση του χωριού από μικρό κέντρο σε αστικό εξαρτιόταν από τη γεωγραφική του θέση σε σχέση με τη δυνατότητα μεταφορών. Έτσι ορισμένες πόλεις βρίσκονται κοντά σε πλωτούς ποταμούς και άλλες πιο πρόσφατες στα σημεία σύγκλισης των σιδηροδρόμων.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας προσέδωσε νέα όψη στις μεγάλες πόλεις και αιφνίδια άνοδο στα μικρότερα αστικά κέντρα. Εξάλλου δημιουργήθηκαν καινούργιες πόλεις για την εκμετάλλευση των μεταλλευτικών πηγών.
Τα σημαντικότερα αστικά κέντρα είναι σήμερα (σε παρένθεση οι πληθυσμοί το 2001, για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. αντίστοιχα λήμματα): Οτάβα (Ottawa, 827.898), Τορόντο (Toronto, 4.366.502), Μόντρεαλ (Montreal, 3.215.708), Βανκούβερ (Vancouver, 1.829.912), Κάλγκαρι (Calgary, 879.292), Έντμοντον (Edmonton, 782.102), (Quebec, 635.213), Γουίνιπεγκ (Winnipeg, 626.708), Βικτόρια (Victoria, 288.310), Χάλιφαξ (Halifax, 276.294), Σασκατούν (Saskatoon, 196.802), Ριτζάινα (Regina, 178.203), Σεντ Τζονς (Saint John’s 122.706), Σάντμπερι (Sudbury, 103.889) και Σεντ Τζον (Saint John, 90.795).Ο Κ. σε λιγότερο από σαράντα χρόνια μεταμορφώθηκε από κατεξοχήν γεωργική χώρα σε βιομηχανική με πολλά αστικά κέντρα, εκμεταλλευόμενος μόνο ένα τμήμα από τις αχανείς εκτάσεις του. Παρά τις τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές που διαθέτει αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες στην πορεία για τη βιομηχανική ανάπτυξη. Η τελευταία ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αι. και σταθεροποιήθηκε με την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών για την εξυπηρέτηση των εμπορικών μεταφορών. Επιπλέον, σημαντικοί παράγοντες ήταν η πολιτική του προστατευτισμού στα τέλη του 1870, οι προσπάθειες των μεταναστών για εγκατάσταση στη χώρα καθώς και οι απαιτήσεις των επαρχιακών κέντρων, που μεγάλωναν και επεδίωκαν να μπουν σε μια σταθερή φάση οικονομικής ανάπτυξης. Δημιουργήθηκαν εργοστάσια για την επεξεργασία των αγροτικών, δασοκομικών και μεταλλευτικών προϊόντων, προκειμένου να εξάγονται κατεργασμένα, ενώ η χώρα άρχισε να παράγει η ίδια τα καταναλωτικά της αγαθά. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σημείωσε ανοδική βιομηχανική πορεία, αύξηση των αστικών κέντρων και ανάπτυξη της τεχνολογίας σε όλους τους παραγωγικούς τομείς. Ο Κ. είναι μία από τις πιο πλούσιες χώρες στον κόσμο και έχει κερδίσει την πλήρη αυτονομία στους τομείς των χειροποίητων και των καταναλωτικών αγαθών.
Η καναδική οικονομία είναι στενά συνδεδεμένη με την οικονομία των ΗΠΑ, ειδικότερα στις εμπορικές συναλλαγές και στις επενδύσεις στους κυριότερους τομείς της παραγωγής. Υπολογίζεται ότι περίπου το 20% των μεγαλύτερων καναδικών επιχειρήσεων ελέγχεται από ξένα κεφάλαια, τα μισά από τα οποία είναι κεφάλαια των ΗΠΑ. Το εσωτερικό εμπόριο δεν διαθέτει κεφάλαια για μεγάλες επενδύσεις και για την εκμετάλλευση των αμέτρητων πλουτοπαραγωγικών πηγών, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους απασχόλησης του πληθυσμού που συνέχεια αυξάνει.
Διαθέτει μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και ορυκτών, αχανή εκμεταλλεύσιμα δάση, σημαντική βιομηχανική και γεωργική παραγωγή. Η πολιτική αβεβαιότητα για το Κεμπέκ, τα υψηλά επιτόκια και τα ελλείμματα δημιούργησαν τη δεκαετία του 1990 μια σειρά προβλημάτων. Ένα άλλο πρόβλημα –κυρίως της βιομηχανίας– είναι το γεγονός ότι περίπου το 19% των επιχειρήσεων εξακολουθεί να ελέγχεται από ξένα κεφάλαια (το 1975 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 65%). Σημαντικό γεγονός για την οικονομία της χώρας υπήρξε η υπογραφή της συμφωνίας NAFTA, δηλαδή η δημιουργία ελεύθερης εμπορικής ζώνης στη Βόρεια Αμερική.
Η στενή σύνδεση με την αμερικανική οικονομία υπήρξε η αιτία της πτώσης του ρυθμού ανάπτυξης της καναδικής οικονομίας το 2001, που για μία δεκαετία είχε διατηρηθεί στο 3%. Η ύφεση, που παρουσιάστηκε αρχικά στις ΗΠΑ, έπληξε κυρίως τον δείκτη ανεργίας καθώς και τους τομείς των κατασκευών και της εκμετάλλευσης ορυκτών του Κ.
Το 2001 το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας ήταν 875.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ, με κατά κεφαλήν εισόδημα 27.700 δολάρια. Το ίδιο έτος ο πληθωρισμός βρισκόταν στο 2,8%, ενώ η ανεργία έφτανε το 7,2% του ενεργού πληθυσμού.
Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 3% του πληθυσμού, ενώ ο δευτερογενής τομέας απασχολεί το 23% και οι υπηρεσίες το 74%.Παρά τη βιομηχανική ανάπτυξη και τον τεράστιο ορυκτό πλούτο του Κ., η γεωργία εξακολουθεί να είναι ο βασικός οικονομικός τομέας της χώρας, με προϊόντα που κατά μεγάλο ποσοστό εξάγονται.
Την προσφορά γεωργικών προϊόντων στην αγορά καθορίζουν οι κλιματικές συνθήκες και οι σχέσεις προσφοράς και ζήτησης στη Βόρεια Αμερική, αναφορικά με τα κτηνοτροφικά, τα φρούτα και τα λαχανικά, καθώς και στο διεθνές εμπόριο, αναφορικά με τα δημητριακά.
Μετά το 1970 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές έλαβαν μέτρα για τη διαμόρφωση των τιμών στα γεωργικά προϊόντα καθώς και για την προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες. Με τη γεωργική παραγωγή ασχολείται το υπουργείο Γεωργίας, που ιδρύθηκε το 1867 και διαρθρώνεται σε μια σειρά επιτροπών, όπως η Canadian Grain Cοmmission, η Canadian Dairy Commission και η Canadian Livestock Feed Board.
Η κύρια περιοχή των σιτηρών είναι μια τριγωνική ζώνη που έχει βάση την περιοχή των συνόρων της χώρας με τις ΗΠΑ, η δυτική της πλευρά φτάνει μέχρι τους πρόποδες των Βραχωδών Ορέων, ενώ η τρίτη πλευρά της ξεκινά από τη Μικρή Λίμνη των Σκλάβων και καταλήγει στη Λίμνη των Δασών. Στην ίδια περιοχή υπάρχει επίσης βλάστηση για τη διατροφή των ζώων καθώς και ελαιοειδή.
Για τα σιτηρά, που αποτελούν κατεξοχήν προϊόντα εμπορίας, έχουν κατασκευαστεί μεγάλα συγκροτήματα σιλό, με μηχανισμούς φόρτωσης και εκφόρτωσης των σιτηρών στις Μεγάλες Λίμνες και στην ακτή του Ειρηνικού, απ’ όπου εξάγεται το προϊόν. Η παραγωγή συχνά είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα που απορροφάται από το εμπόριο, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται μεγάλα αποθέματα που δεν μπορούν να διοχετευθούν στην αγορά. Η επιτροπή σιτηρών ρυθμίζει την καλλιέργεια των παραγωγών και καθορίζει το κατώτερο όριο τιμών. Στην οριακή ζώνη ανάμεσα στο λιβάδι και στο δάσος από τη Γουίνιπεγκ έως τον Πις Pίβερ, όπου το κλίμα είναι πιο βαρύ, καλλιεργούνται δημητριακά και εκτρέφονται ζώα για την παραγωγή γάλακτος.
Στην περιοχή του ποταμού Σεντ Λόρενς, που καλύπτει τις ανάγκες διατροφής των αστικών κέντρων του Κεμπέκ και του Οντάριο, είναι ανεπτυγμένες η κτηνοτροφία και η καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών. Οι περισσότερες εταιρείες επιδίδονται στην παραγωγή κρέατος και γάλακτος. Η κτηνοτροφία συνοδεύεται από καλλιέργεια ζωοτροφών, σπαρτών, κριθαριού, καλαμποκιού, ζαχαρότευτλων, καπνού, φρούτων και οσπρίων. Στην περιοχή από το Βανκούβερ έως το εσωτερικό των Βραχωδών Ορέων οι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών, φρούτων και λαχανικών. Οι καλλιεργημένες περιοχές βρίσκονται κατά μήκος των ακτών, των σιδηροδρομικών γραμμών και των δρόμων.
Τα δημητριακά καλύπτουν έκταση μεγαλύτερη από 180.000 τ. χλμ. Βασική καλλιέργεια είναι αυτή του σιταριού, που αποτελεί το σπουδαιότερο γεωργικό προϊόν της χώρας. Η σημερινή έκταση καλλιέργειας σιταριού υπολογίζεται σε περίπου 110.000 τ. χλμ., ελαττωμένη σε σχέση με το παρελθόν. Η παραγωγή το 2001 ήταν 20,7 εκατ. τόνοι. Η εσωτερική κατανάλωση απορροφά μόνο το ένα τρίτο της παραγωγής, οπότε ο Κ. μαζί με τις ΗΠΑ θεωρούνται από τις σπουδαιότερες χώρες εξαγωγής σιτηρών στον κόσμο. Η παραγωγή δευτερεύουσας σημασίας δημητριακών έχει αυξηθεί σημαντικά για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της κτηνοτροφίας. Η βρώμη και το κριθάρι είναι τα πιο σημαντικά προϊόντα στον γεωργικό τομέα, μετά το σιτάρι. Ειδικότερα το κριθάρι (11 εκατ. τόνοι το 2002) χρησιμοποιείται τόσο στην εσωτερική κατανάλωση (στην κτηνοτροφία) όσο και στις εξαγωγές. Διαδεδομένες επίσης είναι οι καλλιέργειες πατάτας, ζαχαρότευτλων, ντομάτας και λαχανικών. Τον χειμώνα ο Κ. εισάγει λαχανικά από τις ΗΠΑ, ενώ το καλοκαίρι η διαδικασία αντιστρέφεται.
Οι καπνοκαλλιέργειες καλύπτουν περίπου 400 τ. χλμ., που είναι συγκεντρωμένα κατά 90% στην περιοχή του Οντάριο και ιδιαίτερα στη χερσόνησο του Νιαγάρα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια η παραγωγή των ελαιοειδών έχει αυξηθεί σημαντικά καθώς και η παραγωγή των γογγυλιών, προϊόν στο οποίο ο Κ. κατέχει διεθνώς τα πρωτεία. Ακολουθούν ο λινόσπορος, η σόγια και ο ηλιόσπορος. Σημαντική είναι επίσης η παραγωγή φρούτων, με σπουδαιότερο προϊόν τα μήλα, που καλλιεργούνται στη Νόβα Σκότια, στο Νιου Μπρούνσγουικ, στο νότιο Kεμπέκ, στο Oντάριο και στο εσωτερικό της Βρετανικής Κολομβίας, ιδιαίτερα στην κοιλάδα Οκαναγκάν. Ακολουθούν οι φράουλες, τα σμέουρα, τα ροδάκινα, τα κεράσια, τα αχλάδια και τα δαμάσκηνα. Τα σταφύλια που καλλιεργούνται στην περιοχή του Νιαγάρα προορίζονται για οινοποιία.
Τα δάση είναι από τις μεγαλύτερες πηγές φυσικού πλούτου της χώρας και καλύπτουν έκταση περίπου 4,2 εκατ. τ. χλμ. Εντούτοις, μόνο το 60% από αυτά είναι προσιτό, ενώ ακόμα μικρότερο ποσοστό καταλαμβάνουν οι εκμεταλλευόμενες δασικές περιοχές. Ωστόσο ήδη γίνονται προσπάθειες για τη διατήρηση των δασών και την αναδάσωση των περιοχών που έχουν υποστεί εντατική εκμετάλλευση. Η περισσότερο διαδεδομένη ξυλεία είναι η μαλακή, από έλατα, πεύκα, κέδρους, λεύκες, και ακολουθεί η σκληρή των φράξων, των σημύδων, των πτελεών και των σφενδάμνων. Η καναδική ξυλεία είναι τεράστια σε ποσότητα και καλής ποιότητας, ενώ η βιομηχανία ξύλου πολύ ανεπτυγμένη με σύγχρονες εγκαταστάσεις. Φημισμένες είναι οι σανίδες της Βρετανικής Κολομβίας, που παράγονται από τα αιωνόβια πεύκα douglas.
Ο Κ. είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε παραγωγή δημοσιογραφικού χάρτου και ανάμεσα στις πρώτες στην παραγωγή κυτταρίνης και χαρτοπολτού. Τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα για κυτταρίνη και χαρτοπολτό βρίσκονται στις περιοχές Οτάβα, Χαλ και Tρουά-Pιβιέρ, όπου υπάρχει το μεγαλύτερο εργοστάσιο χάρτου στον κόσμο. Η Οτάβα είναι από τα σπουδαιότερα κέντρα ξυλείας στον κόσμο, ενώ οι πόλεις Μόντρεαλ, Τορόντο και Kίτσενερ αποτελούν μεγάλα κέντρα επιπλοποιίας. Ο ευρύτερος τομέας της δασικής εκμετάλλευσης απασχολεί περίπου 250.000 εργαζομένους, ενώ το 2000 η ετήσια παραγωγή ξυλείας έφτανε τα 186 εκατ. κ.μ.Η κτηνοτροφία στον Κ. υπερκαλύπτει τις εσωτερικές ανάγκες και ταυτόχρονα επιτρέπει στη χώρα να εξάγει μεγάλες ποσότητες κρέατος και κτηνοτροφικών προϊόντων. Η κτηνοτροφία απασχολεί ιδιαίτερα τις ανατολικές επαρχίες του Σεντ Λόρενς (όπου εκτρέφονται αποκλειστικά βοοειδή για το κρέας τους) και της δυτικής παράκτιας περιοχής (όπου υπάρχει μεγάλη παραγωγή γάλακτος). Υπάρχουν μεγάλα σφαγεία και εγκαταστάσεις για τη διατήρηση του κρέατος, ενώ η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συγκεντρωθεί κυρίως στο Οντάριο και στο Κεμπέκ. Τα προϊόντα αυτά (τυρί, βούτυρο κ.ά.) προορίζονται κυρίως για εξαγωγή και μόνο ένα μέρος για εγχώρια κατανάλωση. Αύξηση παρουσιάζει η εκτροφή χοίρων, ενώ ο αριθμός των προβάτων είναι σχετικά χαμηλός.
Η πτηνοτροφία απασχολεί αρκετές επιχειρήσεις με μεγάλη παραγωγή αβγών.
Τα καναδικά δάση είναι γεμάτα από ζώα με πολύτιμο τρίχωμα, το κυνήγι των οποίων αποτελεί πηγή πλούτου για τη χώρα. Στο Κεμπέκ και στο Οντάριο υπάρχουν εγκαταστάσεις όπου εκτρέφονται ζώα για τη γούνα τους (κάστορες, ενυδρίδες, ζιμπελίνες, αλεπούδες με ασημί τρίχωμα και βιζόν). Ειδικότερα το κυνήγι του κάστορα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο από τα αρχικά ακόμη στάδια της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Η αλιεία συνιστά εξίσου σημαντική οικονομική δραστηριότητα και τροφοδοτεί αξιόλογη βιομηχανία κονσερβοποιίας ψαριών. Η Νιουφάουντλαντ και η Νόβα Σκότια θεωρούνται από τις πλουσιότερες αλιευτικές περιοχές του κόσμου. Στις περιοχές του Ατλαντικού αλλά και του Ειρηνικού ωκεανού ψαρεύονται βακαλάοι, αστακοί, ρέγκες, ενώ στα νερά των λιμνών πέστροφες, οξύρρυγχοι και λούτσοι· επίσης σημαντικό είναι το κυνήγι της φάλαινας. Τα ψάρια έχουν μεγάλη εμπορική σπουδαιότητα για τη χώρα, αφού τα δύο τρίτα της παραγωγής εξάγονται στις ΗΠΑ. Το 1997 το συνολικό αλίευμα ήταν 1.030.500 τόνοι.Οι πρώτες εξερευνήσεις και η γαλλική κυριαρχία. Τα εδάφη που απαρτίζουν σήμερα τον Κ., πριν ακόμα ανακαλυφθούν και αποικιοποιηθούν από τους Ευρωπαίους, ήταν χωρισμένα σε κατοικημένες περιοχές από αυτόχθονες πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είχαν κανέναν δεσμό μεταξύ τους. Οι γηγενείς, τους οποίους οι Ευρωπαίοι ονόμασαν Ινδιάνους, ήταν διαχωρισμένοι σε διάφορες φυλές, ωστόσο όλοι τους ανήκαν στη μογγολική φυλή.
Κατά το έτος 1000 ο Νορμανδός Λέιφ Έρικσον έφτασε με μια ομάδα ανθρώπων από την Ισλανδία στο καναδικό έδαφος, αλλά η πραγματική ανακάλυψη του Κ. έλαβε χώρα σχεδόν πέντε αιώνες αργότερα. Στις 2 Μαΐου 1497 ο Τζοβάνι Kαμπότο, που ταξίδευε εκ μέρους του Ερρίκου Ζ’ της Αγγλίας, αναχώρησε από το Mπρίστολ και στις 24 Ιουνίου έφτασε στη νότια πλευρά του νησιού Kέιπ Mπρέτον, πιστεύοντας ότι είχε προσαράξει στη βορειοανατολική ακτή της Ασίας. Αργότερα, ο Γάλλος Ζακ Kαρτιέ με δύο ταξίδια του, το 1534 και το 1535-36, εκτός από τη Νιουφάουντλαντ, εξερεύνησε το νησί Πρινς Έντουαρντ και τη Νιου Μπρούνσγουικ, εισήλθε στον κόλπο Σεντ Λόρενς και έφτασε έως το σημερινό Μόντρεαλ.
Στις αρχές του 17ου αι. ο Γάλλος Σαμουέλ ντε Σαμπλέν, που θεωρείται η πρώτη σημαντική μορφή της καναδικής ιστορίας, ξεκίνησε τον ευρωπαϊκό αποικισμό στον Κ. Το Πορτ Pουαγιάλ, η πρώτη αποικία του Σαμπλέν, άργησε πολύ να αναπτυχθεί, περνώντας από τα χέρια των Γάλλων στα χέρια των Άγγλων, ενώ το Κεμπέκ, μετά τις πρώτες δυσκολίες που αντιμετώπισε, αναπτύχθηκε πολύ ομαλότερα. Από την πλευρά της μητρόπολης, η πρώτη προσπάθεια να οργανωθεί η Νέα Γαλλία (η Ακάντια και η κοιλάδα του Σεντ Λόρενς) πραγματοποιήθηκε με ενέργειες του καρδινάλιου Ρισελιέ, ο οποίος το 1627 ίδρυσε την Εταιρεία της Νέας Γαλλίας, με σκοπό να καταστήσει την περιοχή γαλλική αποικία. Το 1663 η εταιρεία διαλύθηκε, αφού είχε ιδρύσει περισσότερες από χίλιες αποικίες καθώς και τους σταθμούς Κεμπέκ, Tρουά-Pιβιέρ και Μόντρεαλ, ενώ η κυβέρνηση οριζόταν πλέον απευθείας από τη Γαλλία.
Στα τέλη του 1665 αφίχθησαν 2.000 άποικοι, διπλασιάζοντας έτσι τον πληθυσμό, ο οποίος αυξήθηκε ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Το 1668 ο πληθυσμός έφτανε τους 6.282 κατ. για να καταλήξει να αριθμεί 65.000 κατ. το 1763, χρονιά που η χώρα περιήλθε και στην αγγλική κυριαρχία.
Η αύξηση του πληθυσμού οδήγησε σε εδαφικό επεκτατισμό, έφερε όμως αντιμέτωπους τους αποίκους με τους αυτόχθονες. Ιδιαίτερα οι Iροκέζοι, που έλεγχαν τους δρόμους προς το Σεντ Λόρενς, συγκρούστηκαν αρκετές φορές με τους αποίκους, οι οποίοι κατόρθωσαν να τους υποτάξουν το 1701.
Έξω από την αποικιστική ζώνη κατά μήκος του Σεντ Λόρενς κατέληγαν κάθε τόσο εξερευνητές, θρησκευτικές αποστολές, πράκτορες εταιρειών, μέσω των λιμνών και των ποταμών του Κ. Όταν οι Γάλλοι άρχισαν να κατεβαίνουν από τη λίμνη Μίσιγκαν στον Μισισιπή, άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο: η δημιουργία μιας μεγάλης γαλλικής αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αμερική, στο τόξο που εκτείνεται από τον ποταμόκολπο του Σεντ Λόρενς έως το δέλτα του Μισισιπή, δηλαδή από το Κεμπέκ μέχρι τη Νέα Ορλεάνη. Αλλά το τόξο αυτό περιέσφιγγε μερικές αγγλικές θέσεις στην ακτή του Ατλαντικού, γεγονός το οποίο στάθηκε η αιτία των αγγλογαλλικών συγκρούσεων, που οδήγησαν στο τέλος της Νέας Γαλλίας και της γαλλικής Αμερικής.
Η τραγωδία της γαλλικής Αμερικής ξεκίνησε στη διάρκεια του πολέμου για τη διαδοχή της Ισπανίας (1700-14), οπότε οι Άγγλοι κατάφεραν να καταλάβουν την Ακάντια. Η ειρήνη της Ουτρέχτης (1713) παραχώρησε στην Αγγλία όχι μόνο την Aκάντια, που μετονομάστηκε σε Νόβα Σκότια, αλλά επίσης τη Νιουφάουντλαντ, ενώ παράλληλα εκμηδένισε τις γαλλικές απαιτήσεις στον κόλπο του Xάντσον. Ακολούθησε ο Επταετής πόλεμος με τη Γαλλία και την Αγγλία σε αντίθετα μέτωπα και το 1763, με την ειρήνη του Παρισιού, η Νέα Γαλλία περιήλθε στην αγγλική εξουσία.
Η περίοδος της αγγλικής κυριαρχίας. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Άγγλοι για να οργανώσουν τη νέα τους αποικία ήταν πολυσύνθετα. Για πρώτη φορά καθολικός πληθυσμός ευρωπαϊκής καταγωγής βρισκόταν υπό την εξουσία της αγγλικανικής Βρετανίας. Η γλώσσα, η θρησκεία, ο πολιτισμός, τα δικαιώματα και όλες οι παραδόσεις έκαναν δύσκολη τη συνύπαρξη και αδύνατη την απορρόφηση των ηττημένων εκ μέρους των νικητών.
Το 1774 το αγγλικό κοινοβούλιο ψήφισε τον πρώτο νόμο (Qυebec Act) που αφορούσε την οργάνωση της νέας αποικίας και καθόριζε ότι την αποικία θα κυβερνούσε ένας κυβερνήτης και ένα συμβούλιο από 17 έως 23 μέλη, στο οποίο είχαν δικαίωμα συμμετοχής και οι καθολικοί. Συνακόλουθα, στο πρώτο συμβούλιο τα επτά μέλη ήταν καθολικοί. Η Καθολική Εκκλησία διατηρούσε τα προνόμιά της, αλλά το επίσημο δόγμα του τόπου ήταν το αγγλικανικό. Η μεγάλη δοκιμασία άρχισε όταν οι 13 πολιτείες των ΗΠΑ που συνόρευαν με τον Κ. επαναστάτησαν εναντίον του αγγλικού στέμματος. Η επίσημη Εκκλησία και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες παρέμειναν πιστοί στην Αγγλία λόγω οικονομικών συμφερόντων, αντίθετα με τον αγροτικό πληθυσμό, που συνταράχθηκε από την επανάσταση χωρίς όμως να αντιδράσει.
Μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στην Αμερική και την επακόλουθη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, πολλοί Αμερικανοί πιστοί στους Άγγλους εγκαταστάθηκαν στον Κ. Αυτή η μετακίνηση δημιούργησε διάφορα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία επέβαλαν μια καινούργια πολιτική και νομική αντιμετώπιση. Έτσι το 1791 το αγγλικό κοινοβούλιο ψήφισε τον συνταγματικό νόμο (cοnstitutional act) που αναδιοργάνωνε την αποικία του Κ. διαιρώντας τον σε δύο επαρχίες με φυσικά σύνορα τον ποταμό Οτάβα: τον γαλλικό Κάτω Κ. με πρωτεύουσα το Κεμπέκ και τον αγγλικό Άνω Κ. με πρωτεύουσα –από το 1797– το Γιορκ (σημερινό Τορόντο). Ο Κάτω Κ. διατήρησε το παλαιό σύστημα της γαλλικής νομοθεσίας, ενώ ο Άνω Κ. οργανώθηκε σύμφωνα με τα αγγλικά πρότυπα.
Ο Αγγλοαμερικανικός πόλεμος της περιόδου 1812-14 δεν είχε άλλες επιπτώσεις στην ιστορία του Κ., εκτός από ορισμένες κοινωνικοοικονομικές διαφορές που δημιουργήθηκαν μεταξύ των παλαιών και των νέων μεταναστών. Οι πρώτοι αποτελούσαν μια ελίτ με δικά της κοινωνικά προνόμια, που ονομάζονταν Family Compact. Οι δύο αντίπαλες ομάδες δημιούργησαν τα δύο πολιτικά κόμματα, τα οποία διατηρήθηκαν έως τη σύγχρονη εποχή, δηλαδή το Συντηρητικό και το Φιλελεύθερο, που έκτοτε καθορίζουν εναλλάξ την πολιτική ζωή του τόπου. Στον Άνω Κ. ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Γουίλιαμ Λάιον Mακένζι (1795-1861), προκάλεσε το 1837 μια εξέγερση κατά του Family Compact η οποία, αν και κατεστάλη εύκολα, αποτέλεσε για το Λονδίνο μια ανησυχητική προειδοποίηση, καθώς υποκινείτο από παρόμοια αίτια με εκείνα της Αμερικανικής επανάστασης. Συγχρόνως ξέσπασε και στον Κάτω Κ. ένοπλη εξέγερση υπό τον Λουί-Zοζέφ Παπινό, ο οποίος από το 1815 ήταν πρόεδρος στην επαρχιακή συνέλευση. Η εξέγερση είχε πολιτικές (εξουσία της συνέλευσης έναντι των συμβουλίων), εθνικές (υπέρ του γαλλικού στοιχείου) και κοινωνικές διεκδικήσεις. Ο Παπινό εξαιτίας των προωθημένων απόψεών του έχασε την υποστήριξη του αγγλικού στοιχείου, που αρχικά βρισκόταν στο πλευρό του, και καταδικάστηκε δημόσια από την Καθολική Εκκλησία. Αυτό σήμανε και το τέλος του, πριν ακόμα κατασταλεί η επανάσταση κατά τη διάρκεια του 1837.
Η περίοδος των πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Το 1838 η κυβέρνηση του Λονδίνου έστειλε στον Κ. τον φιλελεύθερο αριστοκράτη Τζον Τζορτζ Λάμπτον (1792-1840), δούκα του Ντάραμ, με το αξίωμα του υψηλού εντεταλμένου και του γενικού κυβερνήτη της Βόρειας Βρετανικής Αμερικής. Η αποστολή του ήταν να ερευνήσει τα αίτια των εξεγέρσεων του Μακένζι και του Παπινό και να μελετήσει τις λύσεις για διέξοδο από την κρίση. Ύστερα από πρότασή του το αγγλικό κοινοβούλιο, τον Ιούλιο του 1840, ψήφισε τον νόμο Reunion Act, με τον οποίο οι δύο επαρχίες του Άνω και Κάτω Κ. ενώνονταν και πάλι υπό τον ίδιο κυβερνήτη, ένα εκτελεστικό συμβούλιο εκλεγμένο από αυτόν, ένα νομοθετικό συμβούλιο διορισμένο ισόβια και μία συνέλευση με τετραετή θητεία, την οποία αποτελούσαν ισάριθμα μέλη τόσο από τον Άνω όσο και από τον Κάτω Κ. Το εκτελεστικό συμβούλιο θα παρέμενε στο αξίωμα εφόσον είχε την εμπιστοσύνη και των δύο σωμάτων (νομοθετικό συμβούλιο και συνέλευση). Ωστόσο πραγματικά υπεύθυνη κυβέρνηση σχηματίστηκε ύστερα από μερικά χρόνια αγώνων, όταν το 1846 το αγγλικό κοινοβούλιο αποφάσισε ότι ο κυβερνήτης του Κ. έπρεπε να αναθέσει την εκτελεστική εξουσία μόνο σε πολιτικούς που θα είχαν την εμπιστοσύνη της εκλεγμένης βουλής. Έκτοτε ο κυβερνήτης ανέλαβε το αξίωμα του συνταγματικού μονάρχη που βασίλευε αλλά δεν κυβερνούσε.
Το 1856 θεσμοθετήθηκε η εκλογή της άνω βουλής (νομοθετικό συμβούλιο) και το 1858 η πόλη Οτάβα (στις όχθες του ομώνυμου ποταμού, στο Οντάριο) ορίστηκε πρωτεύουσα του Κ. Αλλά το αποφασιστικό βήμα για τη συνταγματική οργάνωση πραγματοποιήθηκε το 1867 όταν, ακριβώς την 1η Ιουλίου 1867 (σήμερα ημέρα εθνικής γιορτής του Κ.) τέθηκε σε ισχύ ο British North America Act (που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο του Λονδίνου), ο οποίος αποτελεί και στις ημέρες μας τον συνταγματικό χάρτη του κράτους.
Απέμενε να εξακριβωθεί κατά πόσο η ενωτική λύση μπορούσε να διευθετήσει τις αποκλίσεις μεταξύ των γαλλικής καταγωγής και των αγγλοσαξονικής καταγωγής Καναδών. Πλέον κατάλληλη φάνηκε η ομοσπονδιακή λύση, καθώς οι άλλες τρεις βρετανικές αποικίες της Βόρειας Αμερικής στον Ατλαντικό ωκεανό (Νόβα Σκότια, Νιου Μπρούνσγουικ και το νησί Πρινς Έντουαρντ) σχεδίαζαν να ιδρύσουν μια ναυτική ενότητα σε ομοσπονδιακή βάση. Έτσι συνεχίστηκε το παλαιό πρόγραμμα του λόρδου Nτάραμ με τη συγκατάθεση της Αγγλίας, την οποία ενδιέφερε η ένωση των εδαφών της στη Βόρεια Αμερική. Έτσι οι επαρχίες Κεμπέκ (Κάτω Κ.), Οντάριο (Άνω Κ.), Νόβα Σκότια και Νιου Μπρούνσγουικ σχημάτισαν την πρώτη αποικιακή συνομοσπονδία στην ιστορία της Αγγλίας, με την ονομασία Dοminion of Canada.
Το καθεστώς του dominion. Με τον νέο όρο υποδηλωνόταν μια καινούργια πολιτική πραγματικότητα, καθώς το dominion δεν ήταν πλέον ούτε αποικία ούτε ακόμα κράτος. Στο εσωτερικό διατηρούσε την αυτονομία του, αλλά στην πραγματικότητα δεν διέθετε διεθνή προσωπικότητα και οι εξωτερικές του υποθέσεις διεξάγονταν με την καθοδήγηση της αγγλικής κυβέρνησης. Ύστερα από την προσχώρηση του νησιού Πρινς Έντουαρντ, της Βρετανικής Κολομβίας και των ενδιάμεσων εδαφών, τα οποία ήδη ανήκαν στην Εταιρεία του Κόλπου του Xάντσον, που ιδρύθηκε το 1760 (Mανιτόμπα, Aλμπέρτα, Σασκάτσιουαν, Bορειοδυτικά Eδάφη και Γιούκον), ο Κ. έλαβε ηπειρωτικές διαστάσεις.
Η πραγματική εδαφική κυριότητα του Κ. ολοκληρώθηκε το 1849, όταν η Νιουφάουντλαντ (που το 1917 ενσωματώθηκε στο dominion, αλλά το 1934 επέστρεψε στον άμεσο αγγλικό έλεγχο) κατέστη η δέκατη επαρχία του κράτους, έπειτα από ελεύθερη επιλογή των κατοίκων της. Αλλά η απόκτηση των εδαφών που ήδη ανήκαν στην Εταιρεία του Κόλπου του Xάντσον, και ιδιαίτερα της Mανιτόμπα, δημιούργησε νέα προβλήματα στην κυβέρνηση της Οτάβα, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει –το 1869 και το 1885– δύο επαναστάσεις υπό την καθοδήγηση του Γαλλοκαναδού Λουί Pιέλ, η δράση του οποίου συνετέλεσε στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κυρίαρχων εθνικών ομάδων του Κ. Στην καναδική πολιτική κυριαρχούσαν δύο κόμματα: το Φιλελεύθερο και το Συντηρητικό. Το τελευταίο είχε αρχηγό τον Τζον Αλεξάντερ Μακ Ντόναλντ (1815-1891), που υποστήριξε και ενεργοποίησε την πολιτική της ένωσης και της επέκτασης του Κ. Ο Mακ Ντόναλντ ήταν πρόεδρος στην πρώτη κυβέρνηση του dominion (1867) σε συνασπισμό με τους Φιλελευθέρους. Το 1868 οι Συντηρητικοί κέρδισαν στις εκλογές και ο Μακ Ντόναλντ ηγήθηκε μιας κυβέρνησης που την αποτελούσαν μόνο συντηρητικοί έως το 1873. Έπειτα από ένα σκάνδαλο, που είχε αιτία τη μεγαλειώδη επιχείρηση κατασκευής της διηπειρωτικής σιδηροδρομικής γραμμής που ένωνε την Οτάβα με τον Ειρηνικό ωκεανό, τον διαδέχθηκε μια κυβέρνηση με αρχηγό τον Αλεξάντερ Μακένζι (1822-1892).
Στις εκλογές του 1878 η μεγάλη πλειοψηφία τάχθηκε ξανά με το μέρος των συντηρητικών (υποστηρικτών του προστατευτισμού) και έτσι ο Mακ Ντόναλντ διατήρησε την εξουσία έως το 1891. Την περίοδο της κυβέρνησής του ολοκληρώθηκε (1885) η διηπειρωτική σιδηροδρομική γραμμή Canadian Pacific Railways, που κατασκευάστηκε από την ομώνυμη εταιρεία.
Το 1887 οι Φιλελεύθεροι βρήκαν στο πρόσωπο του σερ Γουίλφριντ Λόριερ (1841-1919) έναν ικανό ηγέτη. Το πρώτο και βασικό θέμα διαμάχης ανάμεσα στον τελευταίο και στον Mακ Ντόναλντ ήταν η οικονομική πολιτική. Οι Φιλελεύθεροι έλπιζαν να βελτιώσουν την οικονομία της χώρας μέσω των στενών σχέσεων με τις ΗΠΑ, με βάση τις εμπορικές συναλλαγές χωρίς περιορισμούς. Οι Συντηρητικοί ήταν αντίθετοι σε αυτή την κατεύθυνση και υποστήριζαν ότι αυτές οι σχέσεις θα οδηγούσαν σε πολιτική ένωση του Κ. με τις ΗΠΑ.
Το 1891 ο Mακ Ντόναλντ κατόρθωσε να συντρίψει τον Λόριερ, αλλά πέθανε αμέσως μετά τις εκλογές. Στις επόμενες εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν το 1896, νίκησε ο Λόριερ, εγκαινιάζοντας μια περίοδο σταθερής υπεροχής των Φιλελευθέρων, από το 1896 έως το 1911.
Ήταν η πρώτη φορά που ένας Γαλλοκαναδός χριζόταν πρωθυπουργός. Ο Λόριερ προτίμησε τις αγγλικές εισαγωγές, επιδιώκοντας παράλληλα τη φιλελεύθερη πολιτική των καλών εμπορικών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η συμφωνία όμως που πραγματοποιήθηκε με την Ουάσινγκτον στις αρχές του 1911, για ελεύθερες συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών, προκάλεσε τις βίαιες αντιδράσεις όσων είχαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στον Κ. (βιομήχανοι, σιδηροδρομικές εταιρείες, τράπεζες), με αποτέλεσμα να ηττηθεί στις εκλογές του ίδιου έτους.
Από την άλλη πλευρά, στην πολιτική του Λόριερ για στενούς δεσμούς με το Λονδίνο εναντιώθηκαν οι Γαλλοκαναδοί του Κεμπέκ, που αποτελούσαν το πολιτικό οχυρό του ίδιου του Λόριερ και των Φιλελευθέρων. Με την καθοδήγηση του Ανρί Μπουρασά (1868-1952), ανιψιού του Παπινό, γεννήθηκε στην επαρχία ένα εθνικιστικό κίνημα με θρησκευτικά κίνητρα, που άσκησε μεγάλη επιρροή στη ζωή των ντόπιων.
Η απόκτηση της εθνικής κυριαρχίας. Το 1911 ανέλαβαν την εξουσία οι Συντηρητικοί με αρχηγό τον Ρόμπερτ Mπόρντεν. Κατά τη διακυβέρνηση του Μπόρντεν, όταν η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία (1914), ο Κ. έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ως μέλος του αυτοκρατορικού συμβουλίου του πολέμου. Το 1919 οι Καναδοί συμμετείχαν μαζί με τους άλλους νικητές του πολέμου στη διάσκεψη των Βερσαλιών.
Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ο όρος Βρετανική αυτοκρατορία αντικαταστάθηκε από τον όρο Κοινοπολιτεία. Το νέο καθεστώς επικυρώθηκε το 1931 με το καταστατικό του Γουέστμινστερ. Αναφορικά με την εσωτερική πολιτική, η χώρα απέκτησε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελευθέρων και διατηρήθηκε έως το 1921, όταν ο συνασπισμός διαλύθηκε και τα κόμματα αντιμετώπισαν τις εκλογές αυτόνομα. Στις εκλογές του 1921 νίκησαν οι Φιλελεύθεροι με αρχηγό τον Γουίλιαμ Λάιον Mακένζι Κινγκ, ανιψιό του επαναστάτη Mακένζι από τον Άνω Κ. Τότε άρχισε μια μεγάλη περίοδος κυριαρχίας των Φιλελευθέρων (που διήρκεσε έως το 1957 με δύο μόνο διακοπές, μία τρίμηνη το 1926 και μία πενταετή από το 1930 έως το 1935). Κύριος στόχος ήταν η εκβιομηχάνιση της χώρας, ώστε να καταστεί ο Κ. παγκόσμια βιομηχανική δύναμη. Ωστόσο, στην πορεία της οικονομικής ανάπτυξης δεν έλειψαν κρίσεις, θύματα των οποίων ήταν κυρίως οι γεωργοί.
Η οικονομική κρίση ξεπεράστηκε την εποχή που άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο ο Κ. έλαβε μέρος ως ανεξάρτητο κράτος, κηρύσσοντας τον πόλεμο στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1939 και συμμετέχοντας σε όλα τα μέτωπα με στρατό και υλικό.
Η μεταπολεμική περίοδος. Μετά το τέλος του πολέμου στη χώρα επανήλθε ο κανονικός ρυθμός. Από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και στη δημογραφική εξάπλωση της χώρας.
Η πορεία προς την εκβιομηχάνιση αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, ανάμεσα στις οποίες και προβλήματα σχέσεων μεταξύ Κ. και ΗΠΑ. Ο Κ. αποζητούσε την οικονομική αποδέσμευση από τις ΗΠΑ, οι οποίες όμως διατηρούσαν μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια στις καναδικές βιομηχανίες.
Οι οικονομικές διαφορές αποτέλεσαν το μοναδικό πρόβλημα στις σχέσεις των δύο χωρών. Οι δεσμοί τους επεκτάθηκαν στον στρατιωτικό-αμυντικό τομέα με την ίδρυση της Βορειοατλαντικής συμμαχίας το 1949 (ΝΑΤΟ). Ο Κ., ως ισχυρότατο μέλος του ΝΑΤΟ, αποτέλεσε προγεφύρωμα μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας καθώς και μεταξύ της δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής.
Στις εκλογές του 1957 νικητές αναδείχθηκαν οι Συντηρητικοί με τον Tζον Nτιφενμπέικερ, υποσχόμενοι να αποδεσμεύσουν την οικονομία της χώρας από τις επεμβάσεις των ΗΠΑ. Δεν κατάφεραν όμως να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους, οπότε στις εκλογές του 1963 ηττήθηκαν από τους Φιλελευθέρους με επικεφαλής τον Λέστερ Πίρσον (βραβείο Νόμπελ ειρήνης το 1957 για τη δράση του στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών). Τον διαδέχθηκε ο Πιερ Έλιοτ Tριντό το 1968, ο οποίος στις εκλογές του ίδιου χρόνου οδήγησε το κόμμα στη νίκη.
Ο νέος πρωθυπουργός είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα του Κεμπέκ, όπου το 1970 άρχισαν να εκδηλώνονται τρομοκρατικές δραστηριότητες. Ο Τριντό έχασε την εξουσία το 1972 για να την ξανακερδίσει έπειτα από δύο χρόνια. Το 1979 τις εκλογές κέρδισε ο εκπρόσωπος των Συντηρητικών Τζόζεφ Κλαρκ.
Οι τελευταίες δεκαετίες. Το Φιλελεύθερο Kόμμα του Πιερ Tριντό επέστρεψε στην εξουσία το 1980, μετά τη σύντομη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από κυβέρνηση μειοψηφίας του Προοδευτικού Συντηρητικού Κόμματος. Την ίδια περίοδο στη γαλλόφωνη επαρχία του Κεμπέκ το αυτονομιστικό κόμμα των Kεμπεκουά, που είχε αναλάβει από το 1977 την τοπική εξουσία, άρχισε να προωθεί έντονα την ανεξαρτησία της επαρχίας από την κεντρική κυβέρνηση του Καναδά. Στο δημοψήφισμα του Μαΐου 1980 για την αυτονομία του Κεμπέκ οι ψηφοφόροι απέρριψαν με ποσοστό 59,5% έναντι 40,5% την ανεξαρτησία της επαρχίας. Το 1985 το κόμμα των Kεμπεκουά αντικαταστάθηκε από τους Φιλελευθέρους στη διακυβέρνηση της επαρχίας.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο η δημοτικότητα των Φιλελευθέρων μειώθηκε αισθητά λόγω της οικονομικής ύφεσης, ενώ το 1984 παραιτήθηκε ο Tριντό, τον οποίο διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Τζον Tέρνερ. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους κέρδισε την πλειοψηφία το Προοδευτικό Συντηρητικό Κόμμα και ο ηγέτης του, Μπράιαν Mαλρόνι, ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας.
Το 1987 ο πρωθυπουργός Mαλρόνι αποδέχθηκε ορισμένα από τα αιτήματα των αυτονομιστών του Κεμπέκ, αναγνωρίζοντας το Κεμπέκ ως ιδιαίτερη κοινωνία. Η ιδιαιτερότητα του Κεμπέκ αναγνωρίστηκε το 1990 και από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο.
Η κυβέρνηση Mαλρόνι δέχτηκε έντονες πιέσεις από την αντιπολίτευση, αναφορικά με τα σχέδιά της να διαπραγματευθεί μια νέα εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ το 1988. Η συμφωνία επικυρώθηκε τελικά από τη βουλή τον Αύγουστο του 1988, παρά τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης ότι εξυπηρετούσε μόνο τα εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ και υπονόμευε την εθνική ταυτότητα του Κ. Το Προοδευτικό Συντηρητικό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές που διεξήχθησαν λίγους μήνες αργότερα, αν και με μειωμένη πλειοψηφία.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Mαλρόνι επιχείρησε (συμφωνία Σάρλοταουν) να περιορίσει τις αυτονομιστικές διαθέσεις των κατοίκων του Κεμπέκ με σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, αλλά συνάντησε έντονες αντιδράσεις από άλλες περιοχές της χώρας. Το 1990 συγκροτήθηκε στο Κεμπέκ νέο ισχυρό μέτωπο των αυτονομιστών υπό την επωνυμία Μπλοκ Kεμπεκουά με επικεφαλής τον Λισιέν Mπουσάρ. Σε δημοψήφισμα, τον Oκτώβριο του 1992, οι προτάσεις για αυτονόμηση της επαρχίας απορρίφθηκαν με ποσοστό 54,4%. Νωρίτερα, τον Μάιο του ίδιου έτους, οι Καναδοί ψηφοφόροι είχαν εγκρίνει το κυβερνητικό σχέδιο για τη δημιουργία μίας αυτοδιοικούμενης περιοχής των αυτόχθονων Ινουίτ (Εσκιμώων) στα Βορειοδυτικά Εδάφη, υπό την ονομασία Νουναβούτ. Το σχέδιο τελικά πραγματοποιήθηκε επτά χρόνια αργότερα.
Τον Ιανουάριο του 1993 ο Mαλρόνι παραιτήθηκε και στην ηγεσία του Προοδευτικού Συντηρητικού Κόμματος τον διαδέχθηκε η πρώην υπουργός Αμύνης, Κιμ Kάμπελ, η οποία έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην ιστορία του Κ. Ωστόσο, στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993 η Kάμπελ υπέστη θεαματική ήττα, εξασφαλίζοντας μόνο δύο έδρες στη βουλή. Τις εκλογές κέρδισε το αντιπολιτευόμενο Φιλελεύθερο Κόμμα του Ζαν Kρετιέν και δεύτερη δύναμη αναδείχθηκε το Mπλοκ Κεμπεκουά του Λισιέν Mπουσάρ.
Το φλέγον ζήτημα της αυτονομίας του Κεμπέκ επανήλθε με δριμύτητα στις τοπικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 1994, όπου επικράτησε το κόμμα των Kεμπεκουά του Ζακ Παριζό.
Με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού του Κεμπέκ, Παριζό, και υπό την πίεση του Λισιέν Mπουσάρ οργανώθηκε τον Οκτώβριο του 1995 νέο δημοψήφισμα στο Κεμπέκ για την αυτονόμηση της επαρχίας από τον Κ. Αυτή τη φορά το αποτέλεσμα ήταν οριακό και η πρόταση απορρίφθηκε με διαφορά λίγων ψήφων (50,56% έναντι 49,44%). Ο πρωθυπουργός Κρετιέν, θορυβημένος από τις εξελίξεις στο Κεμπέκ, ανήγγειλε το 1996 μέτρα αποκέντρωσης· μάλιστα στο υπουργικό συμβούλιο που συγκρότησε συμμετείχαν πολλοί εκπρόσωποι της επαρχίας, περισσότεροι από κάθε άλλη φορά. Το κοινοβούλιο διαλύθηκε τον Απρίλιο του 1997 ενόψει εκλογών, κατά τις οποίες η κυβέρνηση Κρετιέν ανανέωσε τη θητεία της για δεύτερη περίοδο. Στις εκλογές η αντιπολίτευση εμφανίστηκε κατακερματισμένη, μολονότι η νίκη των Φιλελευθέρων ήταν μικρότερης έκτασης από την προηγούμενη φορά.
Το καθεστώς του Κεμπέκ ως ιδιαίτερης κοινωνίας αναπροσδιορίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1997 κατά τη συνδιάσκεψη του Κάλγκαρι, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι όλων των επαρχιών και των εδαφών εκτός του Κεμπέκ, το οποίο μποϊκόταρε τη σύνοδο. Η διακήρυξη του Κάλγκαρι, όπως έγινε γνωστή, χαρακτήριζε πλέον τη γαλλόφωνη επαρχία ως περιοχή με κάποια ιδιομορφία.
Τον Ιανουάριο του 1998 δόθηκε στη δημοσιότητα επίσημη απολογία εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την άδικη και απάνθρωπη συμπεριφορά των Ευρωπαίων έναντι των αυτόχθονων πληθυσμών από τον 15ο αι. και ύστερα. Το ίδιο έτος το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο απεφάνθη ότι το Κεμπέκ δεν δύναται μονομερώς να αποφασίσει για την ανεξαρτησία του, ακόμη και αν η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής εγκρίνει κάτι τέτοιο με δημοψήφισμα.
Το ομόσπονδο έδαφος του Νουναβούτ έγινε πραγματικότητα τον Απρίλιο του 1999. Το νέο έδαφος ήρθε να προστεθεί στα δύο προϋπάρχοντα των Βορειοδυτικών Εδαφών και της Γιούκον. Το νέο έδαφος καταλαμβάνει σχεδόν το ένα πέμπτο της καναδικής επικράτειας και αποτελείται κατά 85% από αυτόχθονες Ινουίτ (Εσκιμώοι).
Στο πεδίο της πολιτικής η προσπάθεια της συντηρητικής αντιπολίτευσης να αντιστρατευθεί αποτελεσματικά τους Φιλελευθέρους οδήγησε στη δημιουργία συνασπισμού μεταξύ του Κόμματος Αναμόρφωσης και του Προοδευτικού Συντηρητικού Κόμματος. Ηγέτης του νέου σχηματισμού, που έλαβε την ονομασία Καναδική Συμμαχία, αναδείχθηκε ο Στόκγουελ Ντέι.
Η Συμμαχία εντούτοις δεν στάθηκε ικανή να αναχαιτίσει τη δυναμική του Κρετιέν, ο οποίος εξελέγη για τρίτη φορά πρωθυπουργός τον Νοέμβριο του 2000. Η ήττα των Συντηρητικών ανάγκασε σε παραίτηση τον Ντέι, που αντικαταστάθηκε από τον πρωθυπουργό της επαρχίας Κεμπέκ και ηγέτη του Μπλοκ Κεμπεκουά, Λισιέν Μπουσάρ.
Στις αρχές του 2001 ο Μπουσάρ παραιτήθηκε, ισχυριζόμενος ότι το κόμμα του εφάρμοζε υποχωρητική τακτική στο ζήτημα της αυτονόμησης του Κεμπέκ. Η ιστορική προοπτική καταδεικνύει ότι η ιδιομορφία του Κεμπέκ θα εξακολουθήσει τα επόμενα χρόνια να αποτελεί σημείο τριβής στην κατά τα άλλα ομαλή δημοκρατική και αναπτυξιακή πορεία της καναδικής κοινωνίας.Τα ποιητικά κείμενα των γηγενών πληθυσμών του Κ., που σώθηκαν από Αγγλοσάξονες μελετητές, διατηρούν ένα γοητευτικό στοιχείο. Αυτό αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο που στήριξε όλους όσοι κατά καιρούς προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους γείτονές τους Αμερικανούς.
Εξάλλου, στον Κ. συνυπάρχουν εδώ και αιώνες δύο κουλτούρες και, συνεπώς, δύο λογοτεχνίες: η αγγλική και η γαλλική. Ωστόσο αυτές οι δύο λογοτεχνίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ένα ενιαίο σύνολο, αν και φέρουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Η γαλλόφωνη λογοτεχνία, παραδοσιακά καθολική, είναι στενά συνδεδεμένη με τη Γαλλία και τον πολιτισμό της. Η αγγλόφωνη λογοτεχνία, προτεσταντική στο μεγαλύτερο μέρος της, ακολουθεί μια πορεία που την τοποθετεί πλησιέστερα στο λογοτεχνικό κλίμα των ΗΠΑ παρά σε αυτό της Βρετανικής κοινοπολιτείας.
Η αγγλοκαναδική λογοτεχνία. Λογοτεχνικές μαρτυρίες της αποικιακής περιόδου προσφέρθηκαν κυρίως από Άγγλους μετανάστες, όπως ο Tζον Γκολτ (1779-1839), ο Pόμπερτ Μάικλ Mπάλανταϊν (1825-1894), η Σούζαν Mούντι (1803-1885) και η Kάθριν Παρ Tρέιλ (1802-1899). Πρώτοι αυτόχθονες συγγραφείς θεωρούνται ο Τόμας Tσάντλερ Xάλιμπερτον (1796-1865) και ο ποιητής Όλιβερ Γκόλντσμιθ (1794-1861), που έγραψε το ποίημα Ένα χωριό γεννιέται (The Rising Village, 1825). Όμως πάντα στις αποικίες η λογοτεχνική εξέλιξη συντελείται με αργούς ρυθμούς, όπως συμβαίνει άλλωστε στις επαρχίες που είναι απομακρυσμένες από τα μεγάλα κέντρα.
Μετά τη σύσταση της ομοσπονδίας το 1867, το εθνικό αίσθημα άρχισε να αφυπνίζεται. Ερμηνευτές του ήταν οι πολυάριθμοι ποιητές που έγιναν γνωστοί την τελευταία δεκαετία του αιώνα. Εξάλλου πριν από αυτούς, ορισμένες μεμονωμένες μορφές εξασφάλισαν τη συνέχεια της σύντομης παράδοσης.
Τέτοιες μορφές αποτελούσαν ο συγγραφέας μύθων και δημοσιογράφος Τζορτζ Τ. Λάνιγκαν (1846-1886), ο ένθερμος ποιητής της ελευθερίας Τζορτζ Φρέντερικ Κάμερον (1854-1885) και η ιρλανδικής καταγωγής Ιζαμπέλα Bάλανσι Kρόφορντ (1850-1887). Αυτοί πρώτοι ασχολήθηκαν με γνήσια καναδικά θέματα, με μια δεξιοτεχνία που δεν έλειψε από τους άμεσους διαδόχους τους, όπως ο σερ Τσαρλς Τζ. Ντ. Pόμπερτς (1860-1943), ο Γουίλιαμ Mπλις Kάρμαν (1861-1929), ο Άρτσιμπαλντ Λάμπμαν (1861-1899) και ο Ντάνκαν Kάμπελ Σκοτ (1862-1947), οι οποίοι είναι οι γνωστότεροι εκπρόσωποι μιας γενιάς που έθεσε τις βάσεις στη νεαρή αγγλοκαναδική ποίηση.
Στην ίδια γενιά ανήκουν και ορισμένοι αξιόλογοι πεζογράφοι, όπως ο Pαλφ Kόνορ (1860-1937, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του αιδεσιμότατου Tσαρλς Γουίλιαμ Γκόρντον), ο σερ Γκίλμπερτ Πάρκερ (1862-1932) και ο Στίβεν Λίκοκ (1869-1944).
Η συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο έβγαλε τον Κ. από τη γεωγραφική του απομόνωση. Η εθνική συνείδηση τονώθηκε και άρχισε να διαγράφεται η εικόνα του κανούκ (στην αργκό σημαίνει Καναδός) ως κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από τον Άγγλο της Ευρώπης και από τον Αμερικανό Γιάνκη.
Μετά το 1920 χάθηκαν τα τελευταία ίχνη της ρομαντικής παράδοσης και, παρά την παραδοσιακή τεχνική, νέος άνεμος φάνηκε να πνέει με τα μυθιστορήματα του Άρθουρ Στρίντζερ, που ήταν αφιερωμένα στη ζωή των αποίκων, και με εκείνα του Φρέντερικ Φίλιπ Γκρόουβ, τα οποία ιστορούν την κοπιαστική ζωή των πιονέρων. Όμως, όπως συμβαίνει και σε άλλες νεαρές λογοτεχνίες, περισσότερο προοδευτική και ανανεωμένη από την πεζογραφία εμφανίστηκε η ποίηση.
Από την άποψη αυτή, υποδειγματικό μπορεί να θεωρηθεί το έργο του Έντουιν Tζον Πρατ (1883-1964), που έγραψε περίπου δεκαπέντε συλλογές ποιημάτων.
Ο λογοτεχνικός χώρος είναι γεμάτος από ονόματα μετά το 1930. Οι νέοι ποιητές έδειξαν να υπολογίζουν πολύ τις αισθητικές αξίες και τη σύγχρονη αντίληψη της φόρμας και εξέφρασαν την πρόθεσή τους να απομακρύνουν το λογοτεχνικό κλίμα από τον επαρχιωτισμό, αφομοιώνοντας τις πολιτιστικές κατακτήσεις του Γιτς, του Έλιοτ και του Όντεν. Η περιφρόνηση του παραδοσιακού στίχου εγκαινιάστηκε από τον Pέιμοντ Nίστερ (1899-1932).
Μια ανθολογία του 1936 παρουσίασε, μαζί με τα δοκίμια του ανήσυχου Πρατ, τα πρώτα έργα μιας μικρής ομάδας ποιητών, χάρη στους οποίους δόθηκε έμφαση στην κοινωνική θεματική.
Τα ποιήματα του Φ.Ρ. Σκοτ πλουτίζουν στίχοι με φιλοσοφική χροιά. Δίπλα σε αυτόν τοποθετούνται ο Pόμπερτ Φιντς, ο Α. Τζ. Μ. Σμιθ, ο αγγλικής καταγωγής Λίο Κένεντι και ο Pαλφ Γκούσταφσον, του οποίου το ποίημα Η μοναχική χώρα (The Lonely Land) αποτέλεσε μια επιτυχημένη ερμηνεία της μελαγχολικής και αυστηρής καναδικής φύσης.
Η διηγηματογραφία ωστόσο δεν παρουσίασε την ίδια ζωντάνια. Εντούτοις τα μυθιστορήματα που πραγματεύονται τη ζωή στην πόλη και τα διηγήματα του Mόρλεϊ Kάλαγκαν κατέχουν σημαντική θέση. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει το έργο της Mάζο ντε λα Pος, η οποία διέθετε εξαίρετη αφηγηματική ικανότητα και καλλιτεχνικό κύρος. Ήταν η πιο δημοφιλής συγγραφέας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, η φήμη της οποίας ξεπέρασε τα σύνορα του Κ.
Το διήγημα γοήτευσε συγγραφείς, όπως ο Σίνκλερ Pος και ο Γουίλιαμ Mακ Kόνελ, καθώς επίσης γυναίκες διηγηματογράφους, όπως η Kάθριν Μαρκούζε. Ανάμεσα στους Nεοκαναδούς μυθιστοριογράφους που προέρχονται από οικογένειες πρόσφατης μετανάστευσης ξεχωρίζουν ο Mπράιαν Μουρ, προσεκτικός ερευνητής της πραγματικότητας, η Μάργκαρετ Λόρενς, ο Λέοναρντ Κοέν, ποιητής, μουσικός και μυθιστοριογράφος, η Μάργκαρετ Άτγουντ, γνωστή και στην Ευρώπη από το μυθιστόρημά της The Edible Woman (1977), καθώς και ο Μορντεκάι Pίτσλερ, συγγραφέας σατιρικών και χιουμοριστικών μυθιστορημάτων, στα οποία πραγματεύεται τα προβλήματα του σύγχρονου Καναδοεβραίου.
Στα σημαντικά ονόματα της σύγχρονης καναδικής λογοτεχνίας περιλαμβάνονται οι Ντένις Λι, Τζον Ρόμπερτ Κολόμπο, Pόμπερτ Kρόετς, Τζακ Xόγκινς, Τίμοθι Φίντλεϊ και Ματ Kοέν. Πρόκειται για μαχητικούς διανοούμενους, τους οποίους διακρίνει η προσπάθεια να αποδεσμευτούν με κάθε τρόπο από το πολιτικό και πολιτιστικό βάρος που ασκείται από τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν αποτελούν πλέον πρότυπο αλλά σημείο σύγκρουσης.
Στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και της θεωρίας της αισθητικής, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Nόρθροπ Φράι και ο Mάρσαλ Mακ Λούχαν, διεθνούς φήμης μελετητής των μέσων μαζικής επικοινωνίας και λογοτεχνικός κριτικός.
Η γαλλοκαναδική λογοτεχνία. Το 1763 ο Κ. παραχωρήθηκε στην κυριαρχία της Αγγλίας, η οποία σφράγισε για δέκα χρόνια τα γαλλικά σχολεία και δυσχέρανε με κάθε τρόπο τις πολιτιστικές σχέσεις των αποίκων με τη Γαλλία.
Απομονωμένοι από τη μητέρα-πατρίδα, οι άποικοι ξεκίνησαν έναν αγώνα για την αναγνώριση των πολιτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων τους, που ολοκληρώθηκε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα με τη σύσταση του ομοσπονδιακού καθεστώτος. Η περίοδος αυτή δεν ήταν ευνοϊκή για την ανάπτυξη λογοτεχνικής δραστηριότητας. Περίπου έως τα τέλη του 19ου αι. επικράτησε στη λογοτεχνία ένας κακότεχνος ρομαντισμός, του οποίου γνωστότερος εκπρόσωπος ήταν στην ποίηση ο Λουί Φρεσέτ (1839-1908), ενώ στην πενιχρή παραγωγή πεζογραφημάτων συναντάμε τα ιστορικά και ψυχολογικά μυθιστορήματα της Λόρι Kόναν (1845-1924, λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Φελισιτέ Aνζέρ), διαποτισμένα από θρησκευτικότητα και ιδεαλισμό.
Οι αισθητικίζουσες τάσεις εκδηλώθηκαν με ποιητές λίγο μεταγενέστερους, όπως ο Πολ Mορέν, ο Ρενέ Σοπέν και ο Λ. Nταντέν. Οι βάσεις στις οποίες στηριζόταν το ποιητικό ρεύμα ήταν, ακόμη και μετά τις αρχές του 20ού αι., η ιστορία, το τοπίο και η καναδική παράδοση, στοιχεία πάνω στα οποία δομήθηκε επίσης αποκλειστικά το μυθιστόρημα αυτής της περιόδου, με κυριότερους εκπροσώπους τους Ρ. Λαρόκ ντε Pοκμπρίνε, Φ. Πανετόν και Σ.E. Γκρινιόν. Υπόδειγμα της λογοτεχνίας αυτού του είδους αποτέλεσε το έργο Μαρία Σαπντελέν του Λ. Eμόν.
Μετά το 1918 η λογοτεχνία αναβαθμίστηκε. Τα έργα του Λουί Eμόν, του Ζορζ Mπινιέ και του Μορίς Kοσταντέν-Bεγέρ θεωρούνται από τα πιο αξιόλογα της εποχής αυτής. Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ο επαρχιώτικος χαρακτήρας του μεγαλύτερου τμήματος της λογοτεχνικής παραγωγής έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η προσπάθεια ανανέωσης και το άνοιγμα προς τον λογοτεχνικό κόσμο του Kεμπέκ έγινε από ποιητές, όπως ο Σεν Nτενί Γκαρνεό, ο Α. Γκρανμουά και ο Σ. Pουτιέ, αλλά και από άλλους συγγραφείς, οι οποίοι μετά το 1945 έκαναν την εμφάνισή τους ως εκφραστές των κοινωνικών κύκλων των μεγάλων πόλεων. Από τον εντυπωσιακό αριθμό αυτών των συγγραφέων αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα των Γκαμπριέλ Ρουά, Ροζέ Λεμλέν, Ιβ Tεριό, Αντρέ Zιρού, Αν Eμπέρ, Ρίνα Λανιέρ, Ζ.Ζ. Πιλόν και Ζ. Mπρολ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στη γαλλοκαναδική κοινωνία πραγματοποιήθηκε μια σημαντική μεταβολή που περιλάμβανε κάθε πλευρά της πολιτιστικής ζωής. Οι διανοούμενοι προσέδωσαν συγκεκριμένη φυσιογνωμία σε αυτό τον λαό και προσδιόρισαν τα προβλήματά του.
Το περιοδικό Cité Libre –που για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε διευθυντή του τον μετέπειτα πρωθυπουργό Πιερ Έλιοτ Tριντό– έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική αφύπνιση της δεκαετίας του 1950. Όμως το 1959 ορισμένοι νεαροί συγγραφείς, δυσαρεστημένοι με τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν έως τότε, εξέδωσαν άλλα, όπως το Situation και το Liberté. Πολύ γρήγορα ξεπεράστηκαν από νεότερους συγγραφείς (Πολ Tσάμπερλαντ, Αντρέ Mαζόρ, Πιερ Mαέ, Pαούλ Nτιγκέ), που ίδρυσαν ένα περιοδικό με μαρξιστικές τάσεις, το Parti Pris, που γαλούχησε τις νεότερες γενιές.
Το μυθιστόρημα προσέκτησε νέα όψη με τον συγγραφέα Αντρέ Λανζεβέν, το έργο του οποίου χάραξε την οριακή γραμμή ανάμεσα στις παραδοσιακές και στις νέες φόρμες του γαλλοκαναδικού μυθιστορήματος. Τα καλύτερα μυθιστορήματά του είναι το Poussière sur la ville (1953) και το L’ élan d’ Amérique (1972).
Η Κλερ Mαρτέν έδειξε αξιόλογα χαρίσματα ψυχολογικής ανάλυσης στα μυθιστορήματά της Με ή χωρίς αγάπη (Avec ou sans amour) και Οι νεκροί (Les morts, 1970).
Με τη Μαρί-Kλερ Μπλε, τον Pεζάν Nτισάρμ, τον Ζακ Γκοντμπού και τον Ιμπέρ Aκέν το γαλλοκαναδικό μυθιστόρημα απέκτησε νέες διαστάσεις και πραγματεύτηκε τα πιο ακανθώδη προβλήματα της επικαιρότητας.
Ο Ζαν Mπαζίλ, η Λουίζ Mαέ-Φορσιέ και ο Κλοντ Zασμέν ανήκουν στη γενιά συγγραφέων οι οποίοι, ξεφεύγοντας από τον κύκλο του Parti Pris και από το μυθιστόρημα με θέμα τις κοινωνικές διεκδικήσεις, δημιούργησαν το μυθιστόρημα-σύμβολο, το νέο μυθιστόρημα.
Με την ομάδα Hexagone, η συγκρότηση της οποίας οφειλόταν στην πρωτοβουλία του μεγάλου ποιητή Ζ. Mιρόν το 1953, καθώς και με την ίδρυση πολλών πολιτικο-λογοτεχνικών επιθεωρήσεων εδραιώθηκε η έννοια της Québécitude, δηλαδή μιας αυτόνομης εθνικής συνείδησης των κατοίκων του Κεμπέκ, και αναγνωρίστηκε η λογοτεχνική αξία των συγγραφέων του, που διαχωρίστηκαν πλέον από τον Γάλλο της Ευρώπης και στράφηκαν προς μια λογοτεχνία ελαστική στην ανανέωση της μορφής, η οποία όμως πολύ συχνά παραπαίει ανάμεσα σε έναν διεκδικητικό τοπικισμό και στον ουνιβερσαλισμό. Τέλος, εξαιρετικά σημαντική υπήρξε η ανάπτυξη του δοκιμίου γύρω από το ζήτημα του Κεμπέκ, με κύριους εκπροσώπους τον Π. Bαλιέρ (Nègres blancs d’ Amérique, 1969) και Ζ. Mαρσέλ (Le joual de Troie, 1973).Στη θέση της πρακτικής, στοιχειώδους αρχιτεκτονικής πάνω στα πρότυπα της τεχνολογίας που είχε επιβάλει η παράδοση και με κριτήρια την αποτελεσματικότητα και λειτουργικότητα (από τις κατοικίες των Εσκιμώων μέσα στον πάγο έως τις καλύβες των πιονιέρων), στον Κ. τελικά επικράτησε μια πιο μανιεριστική σχολή αρχιτεκτονικής, που αφομοίωσε ό,τι είχε εισαχθεί στη χώρα αρχικά κατά τη διάρκεια της γαλλικής και αργότερα της αγγλικής αποικιακής περιόδου.
Ακόμα και μετά τη σύσταση του ομοσπονδιακού κράτους (1867) τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής παρέμειναν συνδεδεμένα με τη γαλλική και την αγγλική σχολή. Έτσι τα κτίρια, ειδικά τα δημόσια, ακολούθησαν κανόνες του στιλ beaux arts, εμπλουτισμένα επιπλέον από το γραφικό στοιχείο που χαρακτήριζε τη βικτοριανή αρχιτεκτονική. Το δικαστικό μέγαρο της Γουίνιπεγκ του 1910 είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα αυτής της περιόδου. Με αυτό συνδέονται επίσης τα κτίρια τραπεζών, σταθμών, δημόσιων υπηρεσιών γενικά, που βασίζονται σε επιπεδομετρικά διαγράμματα με κλασική προέλευση και ανταποκρίνονται στους κανόνες που οι ελληνικές και ρωμαϊκές αρχιτεκτονικές επιταγές υπαγορεύουν για τον σχηματικό έλεγχο της κατασκευής.
Η περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους σήμανε, όπως και στις ΗΠΑ, τον παραγκωνισμό των αυστηρών και γεμάτων έμφαση κανόνων της σχολής του 19ου αι. Τη θέση της κατέλαβε μια αναζήτηση με στόχο την απλούστευση των σχημάτων, την εξαφάνιση ή τουλάχιστον τον περιορισμό των διακοσμητικών στοιχείων και κυρίως τη διεύρυνση του χώρου της αρχιτεκτονικής παραγωγής, για να αναβαθμιστεί το επίπεδο της μέσης ποιότητας των κατασκευών.
Η επίδραση της ευρωπαϊκής αναζήτησης και της αρχιτεκτονικής παραγωγής είναι πρόδηλη και παρουσιάζεται σε πολλές δημιουργίες. Αυτό το φαινόμενο έχει ενισχυθεί επίσης από το γεγονός ότι πολλοί από τους δασκάλους της δυτικής σχολής, στην περίοδο του μεσοπολέμου ή πιο πρόσφατα, εργάστηκαν για ένα διάστημα, ή και συνέχεια, στις ΗΠΑ. Οι κατασκευές τους, λοιπόν, αποτέλεσαν ένα ισχυρό ερέθισμα για τους αρχιτέκτονες που εργάζονταν στον Κ.
Από τις δημιουργίες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, το δημαρχείο του Τορόντο, σχεδιασμένο από τον Φιλανδό Bίλιο Pέβελ μεταξύ 1958 και 1962, αποτελεί ένα ώριμο δείγμα με αναμφισβήτητες αρετές του εξπρεσιονιστικού ρεύματος, το οποίο στον Κ. βρήκε μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα στη ζωγραφική. Αντίθετα, ενδιαφέρον δείγμα του νέο-ορθολογισμού των ΗΠΑ προσφέρει η πλατεία Bιλ-Mαρί του Μόντρεαλ.
Το 1967 με την ευκαιρία της διεθνούς έκθεσης του Μόντρεαλ κατασκευάστηκαν πολλά περίπτερα με αξιόλογο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Από αυτά ξεχωρίζουν για την ποιότητα και την αξία τους το περίπτερο των ΗΠΑ, ένας θόλος με σχήμα γήινης σφαίρας (έργο του Mπακμίστερ Φούλερ), το περίπτερο της Γερμανίας, οι πλαστικές σκηνές του Φράι Ότο και το περίπτερο της Ιταλίας, του Λεονάρντο Pίτσι.
Ανάμεσα στα έργα της ίδιας περιόδου ξεχωρίζει το Χάμπιτατ 67. Στη δεκαετία του 1960 πραγματοποιήθηκαν πολλές μελέτες, που είχαν στόχο τους τη λαϊκή οικοδομική στις μεγάλες πόλεις. Tο Xάμπιτατ 67, λαϊκή συνοικία χτισμένη από τον Mοσέ Σάφντι για τη διεθνή έκθεση του Μόντρεαλ, αντιπροσωπεύει αυτή την τάση. Το συγκρότημα αποτελείται από ένα σύνολο προκατασκευασμένων κασονιών ίδιου μεγέθους από τσιμέντο, που ενώθηκαν μεταξύ τους με διάφορους τρόπους.
Παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε, το Xάμπιτατ 67 παραμένει η πρώτη πραγματοποίηση των ιδεών εκείνων που μετά το 1960 απασχόλησαν όλο και πιο έντονα αρχιτέκτονες από όλο τον κόσμο. Σε ό,τι αφορά την αισθητική πλευρά, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς την απρόσμενη εντύπωση του πλαστικού συνόλου που προκαλούν τα κουτιά από τραχύ τσιμέντο καθώς και από το παιχνίδι σκιάς και φωτός πάνω στις επιφάνειες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από εναλλασσόμενες εσοχές και προεξοχές.
Από τις τελευταίες δημιουργίες, τα αρχιτεκτονικά δείγματα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το κέντρο επιστημών Oντάριο του Τορόντο, ένα από τα πιο σύγχρονα επιστημονικά μουσεία, ο Πύργος του Τορόντο, ένα παρατηρητήριο με αίθουσες αναψυχής και ύψος περίπου 550 μ., οι τρεις ουρανοξύστες, σε μελέτη του Mις Βαν ντερ Pόε, στο κέντρο της πόλης του Τορόντο και, τέλος, το Oντάριο Πλέις, κέντρο αναψυχής, που στο εσωτερικό του περιλαμβάνει ένα κινητό θέατρο διαμορφωμένο μέσα σε έναν γεωδαιτικό θόλο. Με την ευκαιρία των Ολυμπιακών αγώνων του 1976, στο Μόντρεαλ κατασκευάστηκαν ορισμένες αθλητικές εγκαταστάσεις, το στάδιο και η πισίνα των οποίων ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία του σχήματος και για την κατασκευαστική τους τόλμη. Για τον ίδιο σκοπό δημιουργήθηκε και το ολυμπιακό χωριό, ένα συγκρότημα κατοικιών ικανό να φιλοξενήσει έως 9.250 άτομα και να εγγυηθεί τις απαραίτητες ευκολίες.Η ινδιάνικη τέχνη. Η περιοχή με το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον στον Κ. βρίσκεται κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής, σε μια πλατιά λωρίδα που κατεβαίνει από τον κόλπο του Γιακουτάτ στην Aλάσκα και συνεχίζει πέρα από τα σύνορα του Κ., έως τον ποταμό Κολούμπια στο Όρεγκον. Σε αυτήν περιλαμβάνονται, πέρα από την καθαρά παράκτια ζώνη, μια μεγάλη περιοχή της ενδοχώρας και τα νησιά απέναντι από την ήπειρο. Λόγω της γεωγραφικής θέσης, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην περιοχή εμφανίζεται κατεξοχήν θαλάσσιος, καθώς η θάλασσα αποτελούσε το μοναδικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στους διάφορους πληθυσμούς που ήταν απομονωμένοι από εκείνους του εσωτερικού με το φυσικό σύνορο των Βραχωδών Ορέων. Αυτή η γεωγραφική θέση επέτρεψε την ανάπτυξη αρκετά ομοιογενών εθίμων και τέχνης.
Ο πολιτισμός της ακτής του Ειρηνικού ανάγεται σε εποχή πολύ προγενέστερη από την ανακάλυψη της ίδιας ακτής από τους λευκούς στο β’ μισό του 18ου αι., αλλά το μεγαλύτερο μέρος των έργων που σώθηκαν έως τις μέρες μας είναι γενικά των αρχών του 19ου αι.
Αυτή η περίοδος αποδείχθηκε καλλιτεχνικά καρποφόρα. Η επαφή με τους λευκούς είχε διευκολύνει και τονώσει την καλλιτεχνική παραγωγή, επειδή είχαν εισαχθεί σιδερένια εργαλεία και άλλα αντικείμενα πολύ συνηθισμένα στην Ευρώπη, αλλά πρωτόγνωρα για τους αυτόχθονες.
Εκτός από τα τοτέμ, που είναι η σημαντικότερη καλλιτεχνική εκδήλωση της βορειοδυτικής ακτής, υπάρχει η γλυπτική ανθρωπόμορφων μικρών αγαλμάτων από ξύλο. Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν επίσης τα προσωπεία που χρησιμοποιούνταν στις κοσμικές αλλά και στις θρησκευτικές γιορτές και απεικόνιζαν τις ιδρυτικές θεότητες της φατρίας. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις, στη διάρκεια ειδικών θρησκευτικών και θεατρικών παραστάσεων, τα προσωπεία (πουλιά, θαλάσσια τέρατα, δικέφαλα φίδια, άγρια πνεύματα και φανταστικά όντα) είχαν τελετουργικό ρόλο. Το ξύλο ήταν το πιο συνηθισμένο υλικό, ενώ πιο σπάνια ήταν το κόκαλο της φάλαινας και ο χαλκός.
Αντίθετα, η ζωγραφική είχε διακοσμητικό ρόλο και συμπλήρωνε τη γλυπτική. Τα σχέδια είναι παραδοσιακά, δηλαδή τοτεμικά ζώα, μεμονωμένα ή ενταγμένα στην απεικόνιση ενός μύθου, και ξεχωρίζουν για την κομψότητα στις καμπύλες, την ακρίβεια των λεπτομερειών, τις σταθερές γραμμές και τη δυνατή αίσθηση της διακοσμητικότητας. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απεικόνιση ανατομικών μερών του ζώου γύρω από το σώμα του, έτσι ώστε να προκαλείται η εντύπωση ενός ενιαίου και συμπαγούς σχεδίου.
Η τέχνη των Εσκιμώων. Κατά μήκος των βόρειων ακτών του Κ., όπου ζουν πληθυσμοί Ινουίτ (Eσκιμώοι) σε περιορισμένο αριθμό, η καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι φτωχή και φέρει χαρακτηριστικά της τέχνης των Εσκιμώων της Αλάσκα. Η γλυπτική σε ελεφαντόδοντο, κόκαλο ή πέτρα, περιορισμένη σε έκταση, είναι η πιο διαδεδομένη έκφραση της τέχνης. Επίσης κατασκευάζονται εργαλεία και αντικείμενα για καθημερινή χρήση, που σκαλίζονται σε συμπαγείς και απλουστευμένες φόρμες, υπαγορευμένες από τη σκληρότητα του υλικού. Ακόμα και σε πρόσφατη εποχή η τέχνη των Εσκιμώων διατηρεί ορισμένα αρχικά στοιχεία ύφους, όπως η διακόσμηση του αντικειμένου με μικρούς κύκλους, το κέντρο των οποίων σημαδεύεται από μία τελεία.
Ζωγραφική. Τα πρώτα δείγματα ζωγραφικής στον Κ. αντανακλούν τη γαλλική επίδραση, καθώς οι δύο χώρες διατηρούσαν στενές πολιτιστικές και οικονομικές σχέσεις. Ανάμεσα στα τέλη του 18ου αι. και στο β’ μισό του 19ου αι., η αγγλική αποικιακή επίδραση προκάλεσε αισθητές μεταβολές. Έτσι με την αύξηση της ευημερίας και την ενίσχυση της κοινωνίας των πιονέρων άνθησε η τέχνη της προσωπογραφίας. Παράλληλα δημιουργήθηκε η τάση για αφηγηματική ζωγραφική (που αναπαριστούσε πολλές πλευρές της καθημερινότητας εκείνης της εποχής), το μεγαλύτερο μέρος της οποίας οφείλεται σε Βρετανούς αξιωματούχους, που συνέθεσαν σκηνές με έντονο ρεαλισμό και ευαισθησία. Από αυτούς ξεχωρίζει ο Kορνέλιους Kρίγκχοφ, με ευρωπαϊκή καταγωγή και παιδεία, ο οποίος εγκαταστάθηκε στον Κ. περίπου στα μέσα του 19ου αι.
Το 1880 ιδρύθηκε η Kαναδική Βασιλική Ακαδημία και η Εθνική Πινακοθήκη του Κ. Σε αυτή τη μεταβατική εποχή, κατά την οποία τα νέα ρεύματα δεν είχαν ακόμα υποσκελίσει τα παλαιά, ρεαλισμός και ρομαντισμός ενίοτε συνυπήρχαν ή έρχονταν αντιμέτωποι, ενώ το καναδικό τοπίο εξακολουθούσε να είναι το προσφιλές θέμα, με μια προσεκτική αναζήτηση της λεπτομέρειας, που οφειλόταν στο ενδιαφέρον για τη νεαρή τέχνη της φωτογραφίας.
Τελικά η ζωγραφική άλλαξε κατεύθυνση μόνο υπό την ιμπρεσιονιστική επίδραση του Παρισιού. Τις νέες αισθητικές αρχές υιοθέτησαν ο Mαρκ-Oρέλ ντε Φουά Σιζόρ-Kοτέ, που ήταν επίσης γλύπτης, και ο Mορίς Kιλέν. Όμως σημαντικότερος εκπρόσωπος υπήρξε ο Τζέιμς Γουίλσον Mόρις, που αρχικά προσέγγιζε τον ιμπρεσιονισμό και ύστερα τον φοβισμό. Παράλληλα ο εθνικισμός της εποχής προκάλεσε ένα νέο ενδιαφέρον στην παραγωγή της τοπικής τέχνης και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες στράφηκαν προς τη χώρα τους με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Ο καναδικός βορράς, με τις λίμνες και τα άγρια δάση, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Ένας από αυτούς ήταν ο Τομ Tόμπσον, ο οποίος για πολλά χρόνια εξερευνούσε τις πιο απόμακρες γωνιές του βορρά, συλλέγοντας στοιχεία για σχέδια και ζωγραφικές συνθέσεις. Παράλληλα με αυτόν εργάστηκε μια ομάδα ζωγράφων με την ονομασία Oμάδα των επτά, από την έκθεση του Τορόντο του 1920, στην οποία εξέθεσαν τα έργα τους ομαδικά (Τζ. Mακ Ντόναλντ, Α. Λίσμερ, Λ. Χάρις, Α.Γ. Τζάκσον, Φ.Χ. Bάρλεϊ, Φ. Kαρμάικλ, Φ. Tζόνστον).
Η καναδική καλλιτεχνική κουλτούρα του 20ού αι. ακολούθησε τις επιταγές των ευρωπαϊκών και αμερικανικών ρευμάτων, κυρίως του κυβισμού, του υπερρεαλισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Στη δεκαετία του 1930 ξεχώρισε στο Μόντρεαλ το έργο του Άλφρεντ Πέλαν, που έζησε στο Παρίσι έως το 1940 και μετέδωσε τις πολιτιστικές του γνώσεις στους νεότερους Καναδούς καλλιτέχνες. Μετά το 1940 σημαντική ήταν η πολεμική που κατευθύνθηκε από τον Πολ-Eμίλ Mπορντιά, αρχηγό της ομάδας Οι Αυτοματιστές, στην οποία συμμετείχε στη συνέχεια και ο Ζαν Πολ Pιοπέλ.
Στο Βανκούβερ, κέντρο της Βρετανικής Κολομβίας, σημειώθηκαν επιδράσεις της δυτικής αμερικανικής σχολής. Από τον συμβολικό ρεαλισμό του Mόρις Γκρέιβ δέχτηκε ερεθίσματα ο ζωγράφος Τζακ Σάντμπολτ, ο οποίος στην περίοδο της Νέας Υόρκης (1948-49) δανείστηκε πολλά στοιχεία από τη μεξικανική ζωγραφική. Στο Βανκούβερ διαμορφώθηκε και ο Mπέρτραμ Mπίνινγκ, που προσπάθησε να ερμηνεύσει τις φόρμες των αντικειμένων με γεωμετρικά σχήματα.
Στο Τορόντο, στην ποιητική της τοπιογραφικής και εθνικιστικής κίνησης των Επτά Ζωγράφων αντιτάχθηκε η δραστηριότητα των Έντεκα Ζωγράφων, που ήταν πιο δεκτική στις αναζητήσεις νέων θεμάτων. Ιδιαίτερα ήταν εκείνη την εποχή τα έργα του Xάρολντ Tάουν, ο οποίος προσέδωσε έναν αφηρημένο εξπρεσιονισμό στις χρωματιστές λιθογραφικές μονοτυπίες του, στα κολάζ και στους ζωγραφικούς του πίνακες. Από το 1960 και έπειτα μελέτησε την αρχιτεκτονική των μορφών, φιλοτεχνώντας επίσης πολλές διακοσμήσεις τοίχων, όπως στη Saint Lawrence Seaway Authority, στο Kόρνγουολ του Οντάριο. Το 1963 αφοσιώθηκε στη γλυπτική· χαρακτηριστικό έργο του αποτελεί η οθόνη από ορείχαλκο για το αεροδρόμιο του Τορόντο.
Στο Κεμπέκ ανέπτυξαν τη δραστηριότητά τους ορισμένοι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι, όπως ο Ζαν-Πολ Λεμιέ και ο Ζαν Nταλέρ. Στις νεότερες γενιές ανήκει ο Ζακ ντε Tονανκούρ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Μόντρεαλ άρχιζαν να ερευνώνται οι δυνατότητες νέων υλικών. Ο Ιβ Γκοσέ επιδόθηκε σε συνθέσεις με ακρυλικά και δημιούργησε ανάγλυφες εκτυπώσεις πάνω σε χαρτί. Εξάλλου ο Γκουίντο Μολινάρι αρχικά χρησιμοποίησε την τεχνική του dripping προτείνοντας έπειτα αυστηρές τομές χρωμάτων, που μεταβάλλουν τα γεωμετρικά διαστήματα με οπτικές εντυπώσεις. Η δραστήρια Ομάδα των Έντεκα του Τορόντο προσπάθησε να απελευθερώσει την τέχνη από την τροχοπέδη που της είχε επιβάλει στο παρελθόν η παράδοση. Εκτός από τον Xάρολντ Tάουν, στην ομάδα μετείχαν μεταξύ άλλων ο Τζακ Mπας και ο Τζακ Mακ Ντόναλντ.Η ινδιάνικη τέχνη. Η περιοχή με το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον στον Κ. βρίσκεται κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής, σε μια πλατιά λωρίδα που κατεβαίνει από τον κόλπο του Γιακουτάτ στην Aλάσκα και συνεχίζει πέρα από τα σύνορα του Κ., έως τον ποταμό Κολούμπια στο Όρεγκον. Σε αυτήν περιλαμβάνονται, πέρα από την καθαρά παράκτια ζώνη, μια μεγάλη περιοχή της ενδοχώρας και τα νησιά απέναντι από την ήπειρο. Λόγω της γεωγραφικής θέσης, ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην περιοχή εμφανίζεται κατεξοχήν θαλάσσιος, καθώς η θάλασσα αποτελούσε το μοναδικό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στους διάφορους πληθυσμούς που ήταν απομονωμένοι από εκείνους του εσωτερικού με το φυσικό σύνορο των Βραχωδών Ορέων. Αυτή η γεωγραφική θέση επέτρεψε την ανάπτυξη αρκετά ομοιογενών εθίμων και τέχνης.
Ο πολιτισμός της ακτής του Ειρηνικού ανάγεται σε εποχή πολύ προγενέστερη από την ανακάλυψη της ίδιας ακτής από τους λευκούς στο β’ μισό του 18ου αι., αλλά το μεγαλύτερο μέρος των έργων που σώθηκαν έως τις μέρες μας είναι γενικά των αρχών του 19ου αι.
Αυτή η περίοδος αποδείχθηκε καλλιτεχνικά καρποφόρα. Η επαφή με τους λευκούς είχε διευκολύνει και τονώσει την καλλιτεχνική παραγωγή, επειδή είχαν εισαχθεί σιδερένια εργαλεία και άλλα αντικείμενα πολύ συνηθισμένα στην Ευρώπη, αλλά πρωτόγνωρα για τους αυτόχθονες.
Εκτός από τα τοτέμ, που είναι η σημαντικότερη καλλιτεχνική εκδήλωση της βορειοδυτικής ακτής, υπάρχει η γλυπτική ανθρωπόμορφων μικρών αγαλμάτων από ξύλο. Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν επίσης τα προσωπεία που χρησιμοποιούνταν στις κοσμικές αλλά και στις θρησκευτικές γιορτές και απεικόνιζαν τις ιδρυτικές θεότητες της φατρίας. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις, στη διάρκεια ειδικών θρησκευτικών και θεατρικών παραστάσεων, τα προσωπεία (πουλιά, θαλάσσια τέρατα, δικέφαλα φίδια, άγρια πνεύματα και φανταστικά όντα) είχαν τελετουργικό ρόλο. Το ξύλο ήταν το πιο συνηθισμένο υλικό, ενώ πιο σπάνια ήταν το κόκαλο της φάλαινας και ο χαλκός.
Αντίθετα, η ζωγραφική είχε διακοσμητικό ρόλο και συμπλήρωνε τη γλυπτική. Τα σχέδια είναι παραδοσιακά, δηλαδή τοτεμικά ζώα, μεμονωμένα ή ενταγμένα στην απεικόνιση ενός μύθου, και ξεχωρίζουν για την κομψότητα στις καμπύλες, την ακρίβεια των λεπτομερειών, τις σταθερές γραμμές και τη δυνατή αίσθηση της διακοσμητικότητας. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απεικόνιση ανατομικών μερών του ζώου γύρω από το σώμα του, έτσι ώστε να προκαλείται η εντύπωση ενός ενιαίου και συμπαγούς σχεδίου.
Η τέχνη των Εσκιμώων. Κατά μήκος των βόρειων ακτών του Κ., όπου ζουν πληθυσμοί Ινουίτ (Eσκιμώοι) σε περιορισμένο αριθμό, η καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι φτωχή και φέρει χαρακτηριστικά της τέχνης των Εσκιμώων της Αλάσκα. Η γλυπτική σε ελεφαντόδοντο, κόκαλο ή πέτρα, περιορισμένη σε έκταση, είναι η πιο διαδεδομένη έκφραση της τέχνης. Επίσης κατασκευάζονται εργαλεία και αντικείμενα για καθημερινή χρήση, που σκαλίζονται σε συμπαγείς και απλουστευμένες φόρμες, υπαγορευμένες από τη σκληρότητα του υλικού. Ακόμα και σε πρόσφατη εποχή η τέχνη των Εσκιμώων διατηρεί ορισμένα αρχικά στοιχεία ύφους, όπως η διακόσμηση του αντικειμένου με μικρούς κύκλους, το κέντρο των οποίων σημαδεύεται από μία τελεία.
Γλυπτική. Η σχολή τεχνών και επαγγελμάτων του Σεντ Τζόακιμ διαμόρφωσε προς τα τέλη του 17ου αι. τους πρώτους γλύπτες του Κ.
Η σχολή του Κεμπέκ επέβαλε το στιλ Λουδοβίκου ΙΔ’ και Λουδοβίκου ΙΣΤ’ με τοπικές παραλλαγές, κλασικά και γοτθικά στοιχεία. Το στιλ αυτό διατηρήθηκε σχεδόν χωρίς καμία αλλαγή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τον 18ο αι. η οικογένεια των Λεβασέρ στο Κεμπέκ δημιούργησε έργα για το παρεκκλήσι του μοναστηριού των ουρσουλίνων.
Επικεφαλής μιας άλλης σημαντικής οικογένειας γλυπτών-διακοσμητών ήταν ο Φρανσουά Mπαγερζέ (1759-1830), που σπούδασε στο Παρίσι. Από την ίδια σχολή προήλθε ο Λουί Zομπέν (1844-1928), που έφερε τα χαρακτηριστικά τόσο των ρευμάτων με γοτθικίζουσες τάσεις όσο και της επίδρασης της λαϊκής τέχνης.
Τα πρώτα χρόνια του 20ού αι. οι γαλλικές γλαφυρότητες και οι αποκλίσεις της ευρωπαϊκής Art Nouveau ήταν πολύ συνηθισμένες, όπως στα ανάγλυφα του Γουόλτερ Όλγουορντ ή στα ανάγλυφα και στα ζωόμορφα ή συμβολιστικά γλυπτά του Eμάνουελ Xαν και της γυναίκας του, Eλίζαμπεθ Γουίν-γουντ.
Τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα αντικατοπτρίζονται στα έργα του Ιβάν Mεστρόβιτς και του Καρλ Mάιλς. Αυτονομία στη σύνθεση παρουσιάζουν τα γλυπτά του Λουί Aρσαμπό στο Μόντρεαλ (που τότε ήταν κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας).
Στο Βανκούβερ, όπου κατά τη δεκαετία του 1940 παρουσιάστηκε μια ευρωπαϊκή και αμερικανική κοσμοπολίτικη γλυπτική, εμφανίστηκαν γλύπτες που ερμήνευαν τοτεμικές φόρμες με νέο πνεύμα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η Έλζα Mάγιου, η Αν Kαχέιν και ο Σόρελ Έτρογκ. Επιπλέον και ο Ζαν-Πολ Pιοπέλ εξέφρασε με τη γλυπτική του την προσωπική του αντίληψη για τη γήινη ύλη, δημιουργώντας γλυπτά από ορείχαλκο, τα οποία απεικονίζουν απολιθωμένους μυστη-ριώδεις οργανισμούς. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που χαρα-κτηρίζονταν από έντονες αναζητήσεις νέων κατασκευών ξεχωρίζει ο Iλίς Kοντουά, συνθέτης γλυπτών σε πέτρα και μέταλλο.Η θεατρική παραγωγή του Κ. γενικά θεωρείται περιορισμένη. Ο Τσαρλς Xέβισιτζ (1816-1876) έγραψε σε στίχους τα δράματα Saul (1857) και Ο κόμης Φίλιππος ή ο άνισος γάμος (1860). Το 1886 ο Tσαρλς Mεραπό από το Οντάριο δημοσίευσε το έμμετρο πατριωτικό δράμα Tecumseh. Μια αξιέπαινη προσπάθεια για τη δημιουργία εθνικού θεάτρου έγινε περίπου το 1920 από την ομάδα Little Theatre Movement, όπου η συγγραφέας Mαζό ντε λα Pος εξέδωσε τέσσερις κωμωδίες.
Με το οικονομικό κραχ που ακολούθησε, η θεατρική ομάδα ναυάγησε. Αναγεννήθηκε το 1932 από το Dοminion Drama Festival, η δράση του οποίου εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο η ουσιαστική έναρξη του καναδικού επαγγελματικού θεάτρου έγινε με τη δημιουργία ενός σαιξπηρικού φεστιβάλ στο Στράτφορντ-ον-Έιβον (Οντάριο, 1953).
Ο πολυτάλαντος Ρόμπερτσον Nτέιβις έγραψε από το 1948 έως το 1955 οκτώ έργα, από τα οποία καλύτερο θεωρείται το μονόπρακτο Έρως στο πρωινό (Eros at breakfast). Με παραστατικούς διαλόγους και έντονη σκιαγράφηση προσώπων ο Tζον Kόλτερ έγραψε τα έργα Το σπίτι της μικρής ήσυχης κοιλάδας (The house in the quiet glen), Οικογενειακό πορτρέτο (Family portrait) και Η γιορτή τελείωσε (The drums are out). Ο Φρέντερικ Λάιτ επιβλήθηκε στο θεατρικό στερέωμα της εποχής με ορισμένα μονόπρακτα, ενώ οι δραματικές υποθέσεις των έργων της Γκουέν Φάρις εκτυλίσσονται στο περιβάλλον της Δύσης.
Η θεατρική παραγωγή στον γαλλοκαναδικό τομέα υπήρξε ακόμη πιο περιορισμένη. Μεταξύ των γνωστότερων συγγραφέων συγκαταλέγονται οι Ζοζέφ Kενέλ (1749-1809), γνωστός για το βοντβίλ έργο του Colas et Cοlinette, Πιερ Πετικλέρ (1813-1860), που θεωρείται ο πρώτος Γαλλοκαναδός κωμωδιογράφος, και Φελίξ Γκαμπριέλ Mαρσάν (1852-1900).Το ξεκίνημα του καναδικού κινηματογράφου είναι στενά συνδεδεμένο με αυτό του κινηματογράφου των ΗΠΑ. Οι πρώτες προβολές πραγματοποιήθηκαν στην Οτάβα το 1896, ενώ οι πρώτες εθνικές παραγωγές ανάγονται στο 1903 και περιορίστηκαν για σχεδόν τρεις δεκαετίες σε προπαγανδιστικές και πληροφοριακές ταινίες μικρού μήκους, καθώς η αγορά ήταν κορεσμένη από τις χολιγουντιανές ταινίες. Το 1939 ιδρύθηκε το National Film Board (NFB), με διευθυντή τον θεωρητικό και δημιουργό ντοκιμαντέρ Tζεν Γκρίρσον, που συγκέντρωσε γύρω του διανοούμενους και τεχνικούς υψηλού επιπέδου. Το NFB ήταν ιδιαίτερα δραστήριο στον χώρο του ντοκιμαντέρ και των ταινιών κινουμένων σχεδίων. Σημαντικότερη προσωπικότητά του θεωρείται ο Nόρμαν Mακ Λάρεν, ο οποίος ξεκίνησε δημιουργώντας σχέδια απευθείας πάνω στο φιλμ (Dollar dance, 1943) και μέσω πειραματισμών παρήγαγε αριστουργήματα όπως το Blinkity Blank (1954).
Μετά το τέλος του πολέμου η παραγωγή του NFB αυξήθηκε σημαντικά, λόγω της ίδρυσης των στούντιο του Κουίνσγουεϊ και εκείνων της γαλλόφωνης ζώνης του Κεμπέκ, όπου το 1949 γυρίστηκε η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους σε γαλλική γλώσσα με τον τίτλο Un homme et son pêche του Πολ Λ’ Aνγκλέ. Ουσιαστικά, η γένεση του καναδικού κινηματογράφου τοποθετείται χρονικά στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και εντοπίζεται κυρίως στη γαλλόφωνη περιοχή του Κεμπέκ. Το 1963, έπειτα από κάποια ντοκιμαντέρ, ο Μισέλ Mπρολ και ο Πιερ Περό υπέγραψαν από κοινού την ιστορία μιας οικογένειας αλιευτών φάλαινας (Pour la suite du monde).
Το 1963 γυρίστηκε η ταινία A tout prendre του Kλοντ Zιτρά, ενός σκηνοθέτη που ξεχώρισε ιδιαίτερα με το έργο Ο θείος μου Aντουάν (1971).
Την ίδια εποχή άρχισε να γίνεται γνωστός ο Zαν-Πιερ Λεφέβρ, που επιβλήθηκε οριστικά με την ταινία Ο επαναστάτης (Le révolutionnaire, 1965). Όλο το έργο του αποσκοπούσε στην αφύπνιση μιας εθνικής συνείδησης στους πολίτες του γαλλικού Κ.
Στην αγγλόφωνη καναδική κινηματογραφία αναπτύχθηκε το έργο ορισμένων αξιόλογων σκηνοθετών. Μετά την πρώτη του εμφάνιση, το 1965, με το Running away backwards, ο Άλαν Kινγκ παρουσίασε το Warrendale (1967) και στη συνέχεια τις ταινίες The married couple (1969) και Come on, children (1971).
Η πιο σημαντική παρουσία στη δεκαετία του 1970 είναι εκείνη του Nτέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ο οποίος με μια σειρά ταινιών τρόμου (Λυσσασμένες στα νύχια του τρόμου, 1977· The Brood, 1979· Σκάνερς, 1980 κ.ά.) επιβλήθηκε ως σκηνοθέτης με ξεχωριστό, πρωτότυπο ταλέντο.
Στη δεκαετία του 1980 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ίδρυσε την εταιρεία Telefilm Canada για την παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων και κινηματογραφικών ταινιών. Ο οργανισμός αυτός στάθηκε υπεύθυνος για την παραγωγή ταινιών, όπως The bay boy (1984) του Ντάνιελ Πέτρι, ταινία που λάνσαρε τον Kίφερ Σάδερλαντ, My American cousin (1985) της Σάντι Γουίλσον, Crime wave (1985) του Tζον Πάις και Xορεύοντας στο σκοτάδι (1985) του Λέον Mαρ. Μία από τις καλύτερες χρονιές ήταν το 1986 όταν, χάρη στην Telefilm Canada, γυρίστηκαν οι ταινίες Άκουσα τις γοργόνες να τραγουδούν της Πατρίσια Pοζεμά (βραβείο νεότητας στο φεστιβάλ των Κανών), Η πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας του Nτενί Aρκάν και το Family Viewing του αρμενικής καταγωγής Aτόμ Eγκογιάν. Ο Aρκάν εξακολούθησε την ενδιαφέρουσα παραγωγή του με τις ταινίες Ο Ιησούς από το Μόντρεαλ (1989), μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ματιά στη θρησκεία, και Stardom (2000), ενώ ο Eγκογιάν με ταινίες όπως οι Speaking Parts (1989), The Adjuster (1991) και Exotica (1993) συνέχισε το εντελώς προσωπικό του στιλ, χρησιμοποιώντας το βίντεο και άλλα αντικομφορμιστικά κινηματογραφικά μέσα για να σχολιάσει την ηδονοβλεπτική μανία του σύγχρονου ατόμου σε μια αποξενωμένη κοινωνία. Το 2002 ο Εγκογιάν έκανε στροφή προς πιο συμβατικές μορφές αναπαράστασης με την πολιτική και κοινωνική καταγγελία Αραράτ.Η καναδική μουσική διαιρείται σε τρεις μεγάλες ομάδες: τη μουσική των αυτόχθονων πληθυσμών, τη μουσική της λαϊκής παράδοσης (αγγλόφωνης και γαλλόφωνης) και την έντεχνη μουσική, που συνδέεται κυρίως με την πρόσφατη παράδοση. Η μουσική των γηγενών του Κ. ανήκει στη μεγάλη μουσική ομάδα των Αμερινδών, που συγκεντρώνει την αυθόρμητη εκφραστικότητα των αυτόχθονων κοινοτήτων. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ταξινομήσεις, στο καναδικό έδαφος υπάρχουν ομάδες των οποίων η μουσική αντιστοιχεί στις ακόλουθες περιοχές: περιοχή των αρκτικών φυλών (Εσκιμώων), περιοχή των φυλών του βορειοδυτικού τμήματος, περιοχή των φυλών της ομάδας Aθαμπάσκα και περιοχή των φυλών του ανατολικού τμήματος. Οι τυπικές καναδικές μουσικές περιοχές είναι η αρκτική και η περιοχή του ανατολικού τμήματος.
Η ηχητική εκφραστικότητα των Εσκιμώων προσφέρει στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν από τα πιο πρωτόγονα σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη μουσική των πληθυσμών της Αρκτικής είναι ιδιαίτερα εμφανή τα ασιατικά χαρακτηριστικά, ή ορθότερα τα βορειοασιατικά, από τα οποία το πιο έντονο αφορά την τεχνική της φωνητικής εκφοράς. Οι Εσκιμώοι τραγουδούν με εμφαντικό τρόπο, που καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπως ο τύπος της φωνής, ο δυνατός και ακριβής τονισμός κάθε ενότητας, ο παλμός, ο αργός και συνεχής ρυθμός.
Η περιοχή των φυλών του ανατολικού τμήματος εκτείνεται σε ολόκληρο το βορειοαμερικανικό έδαφος που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις ακτές του Ατλαντικού και στον ποταμό Μισισιπή. Εκεί βρίσκονται συγκεντρωμένα τα υπολείμματα πληθυσμών που γνώρισαν, πριν από την έλευση των αποίκων, αρκετά εξελιγμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής του ανατολικού τμήματος είναι οι σύντομες και επαναλαμβανόμενες φράσεις που συνθέτουν τα τραγούδια, οι κραυγές που συνήθως προηγούνται, συνοδεύουν και ακολουθούν κάθε μουσική εκτέλεση, η πεντατονική κλίμακα χωρίς ημίτονα καθώς επίσης οι πολύ απλές και γραμμικές μουσικές δομές.
Η καναδική λαϊκή μουσική, δηλαδή η μουσική των Ευρωπαίων μεταναστών, παρουσιάζεται σε δύο μεγάλες ομάδες, αντίστοιχες με τις δύο εθνικές ομάδες που δημιούργησαν αποικίες και κατοικούν στη χώρα: τους Γάλλους και τους Άγγλους. Οι Γάλλοι αποτελούν τον παλαιότερο πυρήνα και η εκφραστική τους κληρονομιά είναι πιο πλούσια, περισσότερο διαδεδομένη και πιο ενδιαφέρουσα από την αγγλοσαξονική, έστω και αν τα τελευταία χρόνια υπερέχει η αγγλική κουλτούρα. Τα τραγούδια της γαλλικής κοινότητας αντικατοπτρίζουν τις διάφορες δραστηριότητες των πρώτων αποίκων. Δηλαδή υπάρχουν τραγούδια του χωριού και τραγούδια των κυνηγών, των εμπόρων και των εξερευνητών.
Το καναδικό λαϊκό τραγούδι στη γαλλική γλώσσα έχει διατηρήσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά της καταγωγής του και σήμερα αυτή η εκφραστική κληρονομιά βοηθά τις προσπάθειες έρευνας και μελέτης του ίδιου του γαλλικού τραγουδιού.
Οι Αγγλοσάξονες, που ήρθαν δεύτεροι στην καναδική γη, έχουν μια δική τους σημαντική μουσική κληρονομιά. Αν και διαθέτει πολλές ομοιότητες με εκείνη των ΗΠΑ (λόγω της ίδιας καταγωγής), ο χαρακτήρας αυτής της ομάδας τραγουδιών και χορών φέρει πιο αρχαϊκά στοιχεία. Από το β’ μισό του 19ου αι. παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, δηλαδή μια χρήσιμη ανταλλαγή τραγουδιών και τρόπων εκτέλεσης ανάμεσα στους Αγγλοσάξονες του Κ. και σε εκείνους των βορειοανατολικών πολιτειών της Αμερικής.
Η στενή σχέση της καναδικής με την αμερικανική μουσική κουλτούρα εκφράστηκε στις σημαντικότερες μουσικές φόρμες του 20ού αι., δηλαδή στην τζαζ και στη ροκ. Σπουδαίοι καλλιτέχνες της τζαζ ήταν Καναδοί, όπως ο Όσκαρ Πίτερσον, ο Πολ Μπλέι, ο Μέιναρντ Φέργκιουσον και ο Γκιλ Ίβανς. Επίσης στον χώρο της ροκ ξεχώρισαν διαχρονικοί δημιουργοί, όπως ο Λέοναρντ Κοέν, ο Νιλ Γιανγκ, η Τζόνι Μίτσελ, ο Ντανιέλ Λανουά κ.ά.Ο Κ., αν και είναι σχετικά νέο κράτος, εντούτοις διαθέτει πλούτο παραδόσεων, που ανάγονται στους πρώτους κατοίκους και στους Ευρωπαίους πιονιέρους, κυρίως Άγγλους και Γάλλους, οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους επιμένουν στον σεβασμό των καθιερωμένων αρχών και αντιστέκονται στην εισβολή των αμερικανικών κοινωνικών προτύπων. Ο Κ. είναι μία τεράστια χώρα με ετερογενή πληθυσμό. Οι Γαλλοκαναδοί διαφέρουν από τους Αγγλοκαναδούς αναφορικά με τη γλώσσα, τις παραδόσεις αλλά και τα διακριτικά γνωρίσματα του χαρακτήρα. Επιπλέον υπάρχουν διαφορές και μεταξύ των Αγγλοκαναδών, ανάλογα με την καταγωγή (σκοτσέζικη, ιρλανδική, αγγλική) και τη θρησκεία τους.
Η γαλλόφωνη παράδοση. Οι Γάλλοι άποικοι που κατοίκησαν τη χώρα τον 17ο αι. ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους χωρικοί, εργάτες, χειροτέχνες, οι οποίοι ακριβώς τότε άρχισαν να ασχολούνται με τη γεωργία. Όμως, ενώ οι Άγγλοι πρεσβυτεριανοί κατέφευγαν σε αυτή τη Νέα Γη για να ξεφύγουν από τους θρησκευτικούς διωγμούς, η στρατολόγηση των Γάλλων αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη, καθώς τους έλειπε οποιοδήποτε ψυχολογικό κίνητρο πέρα από την ελπίδα να αποκτήσουν μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Γνωστός με την ονομασία habitant, ο καλλιεργητής της Νέας Γαλλίας ξεχώριζε από τον Ευρωπαίο χωρικό, που ήταν υποχείριο φεουδαρχικών συστημάτων. Ο Καναδός χωρικός ήταν κύριος του εαυτού του· ήταν ιδιοκτήτης της γης, ένας μικρός άρχοντας στο φέουδό του. Έτσι προήλθε και η ονομασία habitant, που σημαίνει γαιοκτήμονας.
Συντηρητικός και συνειδητός Καθολικός, ο Γαλλοκαναδός μοιάζει με τον Aγγλοκαναδό στον πουριτανισμό, που αντικατοπτρίζεται και στον πολιτιστικό του κόσμο. Όπως και στις αγγλοκαναδικές επαρχίες, το Κεμπέκ διαθέτει τόπους όπου η παράδοση διατηρείται ανέπαφη. Οι κάτοικοι του νησιού που βρίσκεται στις εκβολές του Σεντ Λόρενς, σε απόσταση 100 χλμ. από το Κεμπέκ, εκφράζονται ακόμα και σήμερα στα πιο γνήσια γαλλικά των πρώτων μεταναστών, ενώ στα σπίτια φυλάσσονται τα έπιπλα από εκείνη την εποχή, όπως οι θερμάστρες από δουλεμένο μέταλλο, που ακόμη χρησιμοποιούνται στην κουζίνα.
Η αγγλοσαξονική παράδοση. Οι Αγγλοκαναδοί έχουν την τάση να διαιωνίζουν τις παραδόσεις τους στα τοπωνύμια, στα τραγούδια και στους λαϊκούς χορούς ή ακόμη και στη γλώσσα των προγόνων τους. Στη Νόβα Σκότια είναι φανερή η σκοτσέζικη καταγωγή των πρώτων Αγγλοσαξόνων αποίκων. Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά οι Καναδοί με σκοτσέζικη καταγωγή, λόγω του δημοκρατικού και πουριτανικού τους πνεύματος, δεν εκδήλωσαν ποτέ εχθρικά αισθήματα προς τους γαλλόφωνους συμπατριώτες τους και, παρά τη διαφορά θρησκείας, δεν εναντιώθηκαν στους μεικτούς γάμους. Αντίθετα, οι Ιρλανδοί αποτελούν μια κλειστή και απομονωμένη κοινότητα.
Οι μετανάστες από τις ΗΠΑ έφεραν μαζί τους την εποποιία της Δύσης και οι παραδοσιακές καναδικές γιορτές είναι όλες διαποτισμένες από το πνεύμα των πιονέρων και τις επιτεύξεις τους. Ακόμα και οι Aγγλοκαναδοί δεν θέλησαν να σβήσουν τη θύμηση του παρελθόντος. Το Άπερ Kάναντα Bίλατζ είναι ένα χωριό που ανασυστάθηκε ολόκληρο περίπου το 1950, προκειμένου να διασωθούν τα ιστορικά κτίρια και τα έπιπλά τους από τις φθορές των πολεοδομικών μετατροπών που δημιούργησαν οι εργασίες της θαλάσσιας οδού του Σεντ Λόρενς. Η είσοδος του Φορ Γκαρί, στο κέντρο της Γουίνιπεγκ (Μανιτόμπα), είναι το τελευταίο ίχνος της ιστορικής αγοράς των γουναρικών.
Οι αστικές παραδόσεις είναι ένας εξίσου σημαντικός τομέας που συμβάλλει στη συνέχιση της αγγλικής νοοτροπίας στον Κ. Από την άποψη αυτή υπάρχει ένα στοιχείο που διαφοροποιεί τον Κ. όχι μόνο από τις ΗΠΑ αλλά και από τα άλλα κράτη της αμερικανικής ηπείρου: το κοινοβουλευτικό σύστημα με αμιγώς βρετανικό χαρακτήρα. Άλλο στοιχείο διαφοροποίησης βρίσκεται στο γεγονός ότι η χώρα είναι ακόμα και σήμερα, έστω και μόνο συμβολικά, η μοναδική χώρα στην Αμερική που έχει αρχηγό της έναν βασιλιά. Το γεγονός ότι ο μονάρχης βρίσκεται τόσο μακριά θεωρείται από μία άποψη πλεονέκτημα, γιατί, ενώ δεν χαλαρώνει καθόλου την αφοσίωση και τα αισθήματα προς τη βασιλική οικογένεια, επιτρέπει στον Κ. να λειτουργεί πρακτικά ως δημοκρατία. Η βρετανική ατμόσφαιρα γίνεται περισσότερο αισθητή στις επίσημες εκδηλώσεις. Τα καναδικά δημόσια κτίρια μοιάζουν πολύ με εκείνα των ΗΠΑ, αλλά το τελετουργικό είναι πολύ διαφορετικό και παραπέμπει στις αγγλικές συνήθειες. Ένα άλλο τυπικά βρετανικό στοιχείο είναι η οργάνωση των Καναδών επαγγελματιών σε σωματεία, όπως συμβαίνει στην Αγγλία. Στον Κ. οι επαγγελματίες ή τα μέλη μιας συγκεκριμένης πολιτικής οργάνωσης συνηθίζουν να συγκεντρώνονται στις λέσχες τους, όπου απαγορεύεται η είσοδος σε όποιον δεν είναι μέλος.
Η πολιτισμική επιρροή των ΗΠΑ. Αν και ολόκληρος ο Κ. εμφανίζεται διαποτισμένος από τον αγγλικό πολιτισμό, οι σημερινοί Καναδοί είναι βαθιά επηρεασμένοι στον καθημερινό τρόπο ζωής από τα αμερικανικά πρότυπα. Τα αυτοκίνητα, οι διαφημιστικές επιγραφές, τα τρόφιμα, όλα τα προϊόντα καθημερινής χρήσης δεν διαφέρουν από εκείνα που χρησιμοποιούνται στη γείτονα χώρα. Επίσης παρόμοιο είναι το στιλ των σπιτιών, ενώ ο ρυθμός της ζωής είναι τυπικά βορειοαμερικανικός.
Οι Καναδοί παρακολουθούν κατά προτίμηση τις ταινίες που προέρχονται από το Χόλιγουντ, διαβάζουν τις εφημερίδες και τα περιοδικά από τις ΗΠΑ και ενδιαφέρονται για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές ζωηρότερα ίσως απ’ όσο για τις δικές τους. Αυτό είναι φυσικό, αφού οι επαρχίες του Ατλαντικού είναι εγγύτερα στη Νέα Αγγλία ή στην πολιτεία της Νέας Υόρκης παρά στη Βρετανική Κολομβία. Αλλά και στον εργασιακό τομέα η αναλογία είναι φανερή. Τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα της χώρας συνεργάζονται στενά με τις αντίστοιχες οργανώσεις των ΗΠΑ.
Οι παραδόσεις των αυτοχθόνων. Οι Καναδοί κατόρθωσαν όχι μόνο να διατηρήσουν αλλά και να αναβιώσουν τα έθιμα και τις τέχνες των λαών που κατοικούσαν πριν από εκείνους σε αυτές τις αχανείς εκτάσεις. Οι κυβερνήσεις πλέον προσπαθούν να πραγματοποιήσουν έναν διπλό και δύσκολο στόχο. Να περιφρουρήσουν, δηλαδή, τις παραδόσεις των αυτοχθόνων, επιτρέποντάς τους ταυτόχρονα να συμμετέχουν στην ανάπτυξη της χώρας.
Η μεταβατική περίοδος που σημαδεύτηκε από τη βιομηχανική ανάπτυξη αποδείχθηκε μοιραία για εκείνους τους αυτόχθονες που συμβατικά αποκαλούνται Ινδιάνοι, καθώς ήταν συνηθισμένοι να ζουν από το κυνήγι και το ψάρεμα. Τελικά κυριάρχησαν πολύτιμες πολιτιστικές ανταλλαγές και η συμβολή των αυτοχθόνων θεωρείται πλέον αναπόσπαστο μέρος του έθνους. Η συνδρομή τους στην οικοδόμηση της χώρας είναι αναμφισβήτητη. Οδήγησαν τους εξερευνητές διδάσκοντας συστήματα επιβίωσης σε έναν άγνωστο κόσμο, τροφοδότησαν το εμπόριο γουναρικών, ενώ οι τροφές των φυλών τους (καλαμπόκι, μπιζέλια, κολοκύθια) είναι συνηθισμένα προϊόντα διατροφής στον Κ. Σε αυτούς τους πληθυσμούς οφείλονται ορισμένα στοιχεία των εθίμων της χώρας. Εξάλλου η ίδια η ονομασία του κράτους προέρχεται από την ινδιάνικη λέξη κάναντα που σημαίνει καλύβα.
Οι Ινδιάνοι του Κ. ήταν μοιρασμένοι κυρίως σε δύο ομάδες: τους Aθαμπάσκα, στα Δ και ΒΔ, και τους Aλγκονκίνους, στον κεντρικό και ανατολικό Κ. Το κυνήγι και το ψάρεμα ήταν η αποκλειστική τους ασχολία και μόνο ένα μέρος των Aλγκονκίνων, που είχε έρθει σε επαφή με τους πιο εξελιγμένους Iροκέζους ή τους λευκούς αποίκους, επιδόθηκε στην καλλιέργεια των αγρών. Το θήραμα ήταν σπάνιο, ειδικά στα δάση του βόρειου Οντάριο. Πιο τυχεροί ήταν οι Ινδιάνοι των πεδιάδων που ασχολούνταν με το κυνήγι του βίσονα, δραστηριότητα με εξαιρετικές δυσκολίες, καθώς απαιτούσε τη συμμετοχή ολόκληρης της φυλής.
Στις ημέρες μας οι παλιές ενδυμασίες χρησιμοποιούνται ακόμα –αν και σπάνια– από τους Ινδιάνους για να φωτογραφηθούν από τους τουρίστες, αλλά ο κόσμος του παρελθόντος δεν υπάρχει παρά μόνο στους παλιούς μύθους. Ωστόσο οι Ινδιάνοι δεν τείνουν να εκλείψουν. Αντίθετα, χάρη στα μέτρα που έχει λάβει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στον υγειονομικό τομέα, ο αριθμός τους αυξάνεται διαρκώς. Επίσης αυξάνεται όλο και περισσότερο ο αριθμός των αυτοχθόνων που εγκαταλείπουν τις περιοχές τους και εντάσσονται ως ίσοι με τους υπόλοιπους πολίτες στη ζωή της χώρας.
Μολονότι δεν έλειψαν οι επαφές ανάμεσα στους πρώτους εξερευνητές της καναδικής Αρκτικής και των Ινουίτ (Εσκιμώων), της άλλης μεγάλης ομάδας αυτοχθόνων, δεν δημιουργήθηκαν ποτέ μεταξύ τους πραγματικές σχέσεις. Η αρκτική περιοχή του Κ. αναπτύχθηκε πολύ αργότερα από την αντίστοιχη της Ευρώπης ή της Ασίας. Ενώ σε άλλες χώρες οι Ινουίτ διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με τους λευκούς, στον Κ. ο λαός αυτός αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη ανθρώπων διαφορετικών από εκείνους της φυλής του. Μόνο με τον ερχομό των φαλαινοθηρών στις αρχές του 19ου αι. σημειώθηκε μια αλλαγή. Προς τα τέλη του αιώνα οι Ινουίτ, χάρη στο εμπόριο με τους φαλαινοθήρες, άρχισαν να υπολογίζουν στους εξοπλισμούς των λευκών. Έμαθαν να χρησιμοποιούν ξύλινες βάρκες για το ψάρεμα, απέκτησαν πυροβόλα όπλα, ρουχισμό και εργαλεία με ξένη προέλευση και έμαθαν τη χρήση του καπνού. Ακολουθώντας το παράδειγμα των λευκών, εγκαινίασαν ένα σύστημα κυνηγιού τελείως διαφορετικό από το παραδοσιακό. Η μείωση των κοπαδιών των καριμπού και η αστάθεια της αγοράς των γουναρικών απέδειξαν πόσο εύθραυστη καθίσταται μια οικονομία που βασίζεται αποκλειστικά στο ψάρεμα και στο κυνήγι. Για να βοηθήσει τους Ινουίτ να προσαρμοστούν στον σύγχρονο πολιτισμό και να βελτιώσουν το επίπεδο της ζωής τους, τα υπουργεία Ινδιάνικων Υποθέσεων και Βόρειου Κ. ξεκίνησαν ένα πολύ σημαντικό πρόγραμμα υποστήριξής τους. Οι περισσότεροι Ινουίτ χρησιμοποιούν πλέον σύγχρονα μέσα για να κυνηγήσουν τους θαλάσσιους ίππους και τις φώκιες, αλλά ορισμένες ομάδες που ζουν σε απομονωμένες περιοχές εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά όπλα. Το κυνήγι της φώκιας πραγματοποιείται τον χειμώνα και την άνοιξη με διαφορετικά συστήματα σε κάθε εποχή.Στην κουζίνα μιας χώρας που βρέχεται από δύο ωκεανούς και διασχίζεται από αναρίθμητα ποτάμια, η πρώτη θέση ανήκει φυσικά στο ψάρι. Οι λίμνες των επαρχιών είναι πλούσιες σε ψάρι της καλύτερης ποιότητας: γλώσσες, πέστροφες κ.ά. Ο σολομός που υπάρχει άφθονος κατά μήκος των ποταμών της Βρετανικής Κολομβίας είναι παρόμοιος με τον νορβηγικό ή τον σκοτσέζικο, διαφέρει όμως στη γεύση· το ίδιο γευστική είναι και η τσιπούρα. Ο κατάλογος συμπληρώνεται με τις γαρίδες της Δυτικής Ακτής και τους αστακούς της Ανατολικής.
Αντίθετα, οι σπεσιαλιτέ των λαχανικών είναι περιορισμένες, αν εξαιρέσει κανείς έναν τύπο γογγυλιού, που ξεχωρίζει για τη νοστιμιά του και γι’ αυτό εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες. Μια ποικιλία καλαμποκιού, το sweet corn, που σερβίρεται βραστό και με πολύ αλατισμένο βούτυρο, σχεδόν θεωρείται εθνικό φαγητό. Επίσης η γαλλοκαναδική κουζίνα παρουσιάζει πολλές γαστριμαργικές ποικιλίες. Όσο για το κρέας, είναι γνωστό ότι το βοδινό του Κ. είναι από τα καλύτερα στον κόσμο. Αλλά και το χοιρινό καθώς και το κρέας του αρνιού και τα πουλερικά έχουν την ίδια καλή φήμη. Περίφημο διεθνώς είναι επίσης το ζαμπόν, συχνά ψημένο με σιρόπι από σφεντάμι. Άφθονο και πολύ καλής ποιότητας είναι και το κυνήγι. Μάλιστα η πάπια της λίμνης Mπρομ κοντά στο Κεμπέκ, που σήμερα έχει εξημερωθεί, θεωρείται πραγματική απόλαυση, ιδιαίτερα όταν σερβίρεται γεμιστή με ρύζι και γαρνιρισμένη με πράσινη σάλτσα. Το τυρί cheddar, που παράγεται κυρίως στο Οντάριο, είναι από τα καλύτερα του κόσμου. Πολύ γνωστό επίσης είναι το τυρί ermite, που παράγεται από Βενεδικτίνους μοναχούς στο Κεμπέκ, καθώς και το τυρί oka, που έχει πάρει την ονομασία του από τους μοναχούς της Όκα (κατά μήκος του ποταμού Οτάβα) που το παράγουν. Τέλος, ιδιαίτερα νόστιμο θεωρείται το γιαούρτι του Κ.
Το δυναμικότερο στοιχείο της καναδικής κουζίνας είναι τα γλυκά. Εξαιρετικά ευχάριστο στη γεύση είναι το tire d’érable, που παρασκευάζεται από βραστό χυμό σφενταμιού που έχει κρυώσει πάνω σε στρώματα καθαρού χιονιού. Υπάρχει επίσης το γλυκό tire canadienne, το οποίο συνηθίζεται στο Κεμπέκ στις 25 Νοεμβρίου, ημέρα παραδοσιακά αφιερωμένη στα ανύπαντρα κορίτσια. Τέλος, τα καναδικά κρασιά είναι συνήθως δυνατά αλλά ευχάριστα στη γεύση.Ο Κ. υπήρξε μία από τις σημαντικές χώρες υποδοχής των ελληνικών μεταναστευτικών ρευμάτων του 20ού αι. Στις αρχές του 21ου αι. η χώρα αριθμούσε περισσότερες από πενήντα ελληνικές κοινότητες. Οι πιο πολλές βρίσκονται στα μεγάλα αστικά κέντρα του νοτιοανατολικού Κ., όπως το Μόντρεαλ, το Τορόντο, η Οτάβα κ.ά. Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων το 2001 στον Κ. ζούσαν 350.000 Έλληνες.
Στιγμιότυπο από την τελετή έπαρσης της νέας σημαίας, στον λόφο του Κοινοβουλίου στην Οτάβα (15 Φεβρουαρίου του 1965) (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το πρώτο ρολόι ατμού στον κόσμο βρίσκεται στη συνοικία Γκαστόουν του Βανκούβερ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β’ είναι τυπικά αρχηγός του κράτους του Καναδά (φωτ. ΑΠΕ).
Η εναρκτήρια τελετή της 21ης Ολυμπιάδας στο Μόντρεαλ (1976).
Το ψάρι κυριαρχεί στην καναδική κουζίνα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το World Waterpark, στο εμπορικό κέντρο West Edmonton της πόλης του Έντμοντον, είναι το μεγαλύτερο του κόσμου? το μέγεθός του ισοδυναμεί με πέντε επαγγελματικά γήπεδα ποδοσφαίρου (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ινδιάνος του Καναδά με παραδοσιακή ενδυμασία (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το δημοφιλές ρολόι της παλαιάς πόλης του Χάλιφαξ, πρωτεύουσας της επαρχίας της Νόβα Σκότια (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ο Καναδός μουσικός της ροκ Νιλ Γιανγκ (φωτ. ΑΠΕ).
Παράσταση μοντέρνου μπαλέτου στην Αλμπέρτα.
Σκηνή από την ταινία «Ο θείος μου Αντουάν» (1971), του Κλοντ Ζιτρά.
Σκηνή από την παράσταση «Όνειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ, από το θεατρικό συγκρότημα «Citadel» στο Έντμοντον.
Σκηνή από θεατρική παράσταση του έργου «Ωραία και το τέρας» από σύγχρονο καναδικό θίασο.
Ο Πύργος του Κάλγκαρι είναι το πιο αγαπητό σημείο της πόλης (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ο εντυπωσιακός Πύργος του Τορόντο (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το Καναδικό Πολιτιστικό Μουσείο στο Χουλ του Κεμπέκ.
Το Χάμπιτατ 67, «λαϊκή» συνοικία χτισμένη από τον Μοσέ Σάφντι για την Παγκόσμια Έκθεση του Μόντρεαλ, αποτελείται από ένα σύνολο προκατασκευασμένων «κασονιών» από τσιμέντο σε ίδιο μέγεθος, που ενώθηκαν μεταξύ τους με διάφορους τρόπους.
Το γραφικό ξενοδοχείο Σατό Φροντενάκ, στην πόλη του Κεμπέκ, αποτελεί αξιοθέατο από την ανέγερσή του, το 1892 (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Επιβλητική άποψη του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωσήφ, με τον φωτισμένο σταυρό και τον εντυπωσιακό φωτισμένο θόλο, στο Μόντρεαλ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Χειροποίητα αντικείμενα, κατασκευασμένα από τους Ινδιάνους της νότιας Αλμπέρτα.
Η κατοικία της Καναδής μυθιστοριογράφου Μάργκαρετ Λόρενς, στην επαρχία Μανιτόμπα του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ο Καναδός καλλιτέχνης Λέοναρντ Κοέν.
Οι οπαδοί των ενωτικών δυνάμεων του Καναδά πανηγυρίζουν μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στο Κεμπέκ, στις 31 Οκτωβρίου 1995. Το 50,38% ψήφισε «όχι» στην απόσχιση.
Ο πρωθυπουργός του Καναδά (1968-72, 1974-79 και 1980-84) Πιερ Έλιοτ Τριντό (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Ζαν Κρετιέν αναδείχθηκε πρωθυπουργός του Καναδά στις εκλογές του 1993 (φωτ. ΑΠΕ).
Ο σερ Τζον Μακ Ντόναλντ, ο πρώτος πρωθυπουργός του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Μνημείο για τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μπροστά στο κτίριο της βουλής στην Οτάβα, πρωτεύουσα του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκολ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στον Καναδά, το 1967.
Η 1η Ιουλίου (Canada Day) αποτελεί ημέρα εορτασμών σε όλη τη χώρα. Στη φωτογραφία, στιγμιότυπο από τους εορτασμούς στον λόφο του Κοινοβουλίου στην Οτάβα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ινδιάνοι του Καναδά, σε μία εικόνα του 19ου αι.
Στην αγγλική κατάκτηση του Καναδά, κατά τη διάρκειατουΕπταετούςπολέμου(1756-63), συνέβαλαν οι Ρότζερς Ρέιντερς, στρατιωτικό σώμα οργανωμένοαπότονΑμερικανόταγματάρχη Ρότζερς.
Η αποτυχημένη απόπειρα των Γάλλων να επανακτήσουν το Κεμπέκ και η επιδρομή του ιππικού του Τερνέ στη Νέα Γη αποτελούν επεισόδια μιας ολόκληρης σειράς γεγονότων του Επταετούς πολέμου.
Η αποβίβαση του Ζακ Καρτιέ και των Γάλλων αποίκων στον Καναδά, σε μία παλαιά έκδοση του Χάρτη του Bαλάρ (1546) (Βιβλιοθήκη Χάντιγκτον, Καλιφόρνια).
Στρατόπεδο των Ιροκέζων, φυλής αυτοχθόνων του Καναδά, που για αρκετό διάστημα εμπόδισαν τη γαλλική εξάπλωση.
Η σκεπαστή γέφυρα του Χάρτλαντ είναι η μεγαλύτερη (390 μ.) στον κόσμο και εκτείνεται πάνω από τον ποταμό Σεν Τζον (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Χαρτονόμισμα των 5 καναδικών δολαρίων, που εκδόθηκε το 2002.
Η άφιξη του Ζακ Καρτιέ στις εκβολές του ποταμού Σεντ Λόρενς, σε λεπτομέρεια ενός γεωγραφικού χάρτη του 1556.
Ο Καναδάς διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα σιδηροδρομικά δίκτυα της Βόρειας Αμερικής (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Μερική άποψη του διεθνούς αεροδρομίου Πίρσον του Τορόντο (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών στο Τορόντο (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
H ναυσιπλοΐα και η συγκοινωνία μέσω των λιμνών και των ποταμών έχει πρωταρχική σημασία για το εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο του Καναδά. Γενικά, το δίκτυο της ναυσιπλοΐας, ποτάμιο και λιμναίο, είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένο (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Στην παγκόσμια αγορά ο Καναδάς κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στην παραγωγή μεταλλευμάτων (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Τμήμα εργοστασίου ηλεκτρικών συσκευών στον Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Στον Καναδά η έρευνα στους τομείς των βιοχημικών προϊόντων και των φαρμάκων εξελίσσονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
H φαρμακευτική βιομηχανία του Καναδά έχει σημειώσει μεγάλη ανάπτυξη.
Βιομηχανική περιοχή στο Χάμιλτον του Οντάριο.
Εργοστάσιο χάρτου στο Πορτ Άλμπερνι της Βρετανικής Κολομβίας.
Ψαράδες στην περιοχή Νιουφάουντλαντ του Καναδά, μία από τις πλουσιότερες αλιευτικές περιοχές του κόσμου. Tα ψάρια έχουν μεγάλη εμπορική σημασία για τη χώρα, αφού τα 2/3 της παραγωγής εξάγονται στις ΗΠΑ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Τα μήλα αποτελούν το σπουδαιότερο προϊόν της οπωροκαλλιέργειας του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το λαυρεντιανό δάσος αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή ξυλείας του Καναδά, επειδή είναι καταλληλότερο για εκμετάλλευση από το βόρειο, όπου οι οικισμοί είναι αραιοί και οι συγκοινωνίες δύσκολες (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Μερική άποψη του Peggy’s Cove στη Νόβα Σκότια, που θεωρείται μία από τις πλουσιότερες αλιευτικές περιοχές του κόσμου (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Θέρισμα σιτηρών κοντά στον Άνω Ποταμό στην Αλμπέρτα.
Η επαρχία Σασκάτσιουαν συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη παραγωγή σιτηρών του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Τα δάση αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες πηγές φυσικού πλούτου του Καναδά.
Οι τράπεζες, οι ασφάλειες, η εκπαίδευση και άλλοι τομείς αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της καναδικής οικονομίας (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Νυχτερινή άποψη του Μόντρεαλ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ουρανοξύστες στο Έντμοντον, την περιφερειακή πρωτεύουσα της Αλμπέρτα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το Τορόντο, με τους φωτισμένους ουρανοξύστες του.
Νυχτερινή άποψη του Τορόντο, πρωτεύουσας της επαρχίας Οντάριο του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το Κεμπέκ είναι μία ιστορική, ρομαντική και γοητευτική πόλη, με πολλά αξιοθέατα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η καρδιά του Τορόντο, της μεγαλύτερης πόλης του Καναδά, χτυπά γύρω από το ιστορικό και αρχιτεκτονικό επίτευγμα του σιδηροδρομικού σταθμού Union (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η πληθώρα των παραδοσιακών ενδυμασιών τονίζει το εθνικό και πολιτισμικό μωσαϊκό στο Σασκάτσιουαν.
Ένας Εσκιμώος κυνηγός δείχνει τη λεία του.
Ινδιάνος της Αλμπέρτα· η ζωή των ανθρώπων αυτών, που κάποτε ζούσαν από το κυνήγι και το ψάρεμα, έχει αλλάξει ριζικά μετά την αποίκιση στα εδάφη τους.
Το αγριοκάτσικο του Γιούκον (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η γαλάζια κίσσα, είδος πτηνού της καναδικής πανίδας, χαρακτηρίζεται για τον κομψό λαιμό και το όμορφο χρώμα της (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Ο κάστορας αποτελεί το πιο προσφιλές σύμβολο του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η αμερικανική άλκη, είδος ελαφιού της καναδικής πανίδας, χαρακτηριστικό για το μέγεθος των κεράτων του (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Χαρακτηριστικό είδος της καναδικής πανίδας είναι ο κάστορας (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Στη διάρκεια του χειμώνα οι χιονοπτώσεις είναι άφθονες, ενώ παρατηρούνται συχνά ψυχρά κύματα (cold waves), που προκαλούν πτώσεις των θερμοκρασιών και γρήγορη κίνηση των ρευμάτων, ιδιαίτερα εκείνων από τα δυτικά που δημιουργούν τις blizzards, χιονοθύελλες με αιχμηρές νιφάδες (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Χειμερινό τοπίο στα περίχωρα του Κεμπέκ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Υποβλητική άποψη του λαυρεντιανού δάσους στο Οντάριο, μία από τις μεγαλύτερες «αποθήκες» ξυλείας του κόσμου.
Χαρακτηριστικό χιονισμένο τοπίο στα καναδικά Βραχώδη Όρη (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
ΟιπερίφημοικαταρράκτεςτουΝιαγάρα(φωτ.ΠρεσβείαΚαναδά).
Το εθνικό πάρκο Nahanni, στα Βορειοδυτικά Εδάφη, είναι πόλος έλξης πολλών επισκεπτών από όλο τον κόσμο, εξαιτίας μεταξύ άλλων και των εντυπωσιακών καταρρακτών της Βιρτζίνια (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Πανοραμική άποψη των καταρρακτών του Μοντμόρενσι, στην επαρχία του Κεμπέκ (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η λιμναία λεκάνη Μορέν, στη νοτιοδυτική Αλμπέρτα του Καναδά, πιθανότατα παγετωνικής προέλευσης.
Φωτογραφία του ποταμού Σεντ Λόρενς, στην επαρχία Κεμπέκ του Καναδά, από δορυφόρο της NASA, τον Νοέμβριο του 1985 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Το εθνικό πάρκο Nahanni, στα Βορειοδυτικά Εδάφη, είναι πόλος έλξης πολλών επισκεπτών από όλο τον κόσμο, εξαιτίας μεταξύ άλλων και των εντυπωσιακών καταρρακτών της Βιρτζίνια (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Άποψη ενός καταρράκτη, μιας από τις πολλές και όμορφες εκπλήξεις που συναντά κανείς μέσα στα καναδικά πάρκα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η λίμνη Λουίζ, ΒΔ του Μπανφ, γνωστή και ως «κόσμημα των Βραχωδών Ορέων», βρίσκεται σε μία μικρή παγετωνική κοιλάδα που περιστοιχίζεται από χιονισμένα βουνά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Φωτογραφία του Βανκούβερ, στην επαρχία της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά, από δορυφόρο της NASA, τον Αύγουστο του 1989? διακρίνεται το λιμάνι του Βανκούβερ στο δέλτα του ποταμού Φρέιζερ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Φωτογραφία του ποταμού Ρεντ Ντιρ (Κόκκινο Ελάφι), στην επαρχία Σασκάτσιουαν του Καναδά, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Νοέμβριο του 1994? η λίμνη Ντιφενμπέικερ αποτελεί τον ευρύ γαλάζιο τομέα του ποταμού (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Χαρακτηριστικό τοπίο από πάγο και πέτρα, κοντά στο λιμάνι του Ράντμορ στο νησί Έλσμιρ του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Άποψη της καναδικής ενδοχώρας κοντά στον αρκτικό κύκλο (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Τα καναδικά Βραχώδη Όρη αποτελούν το φυσικό όριο των επαρχιών Αλμπέρτα και Βρετανικής Κολομβίας και εντυπωσιάζουν με την επιβλητική όψη τους (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η Μανιτόμπα είναι μία περιοχή μεγάλων αντιθέσεων, η οποία καλύπτεται μερικώς από την «καναδική ασπίδα», το πιο αρχαίο γεωλογικό στοιχείο του Καναδά και όλης της Bόρειας Aμερικής, που απέκτησε τη σημερινή δομή της από την περίοδο του αρχαιοζωικού και από τότε έμεινε έξω από άλλες συρρικνώσεις (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Περισσότερα από 800 γιγάντια παγόβουνα διασχίζουν κατά μήκος την ακτή του Νιουφάουντλαντ κάθε χρόνο, στην πορεία τους προς τον νότο (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το παγκοσμίου φήμης Μονοπάτι του Κάμποτ, στο εθνικό πάρκο των υψιπέδων του Κέιπ Μπρέτον (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Πανοραμική άποψη του Ten Mile Pond, ενός χαρακτηριστικού φιόρδ στην ορεινή αλυσίδα της Μακριάς Οροσειράς (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Άποψη των Βραχωδών Ορέων στο εθνικό πάρκο Τζάσπερτ του Καναδά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το βασίλειο του πάγου και του βράχου, μία εικόνα που συναντά κανείς στο μεγαλύτερο μέρος του καναδικού βορρά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η πυραμιδοειδής κορυφή του όρους Ασινιμπουάν (3.618 μ.) είναι μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερη από το ψηλότερο όρος των καναδικών Βραχωδών Ορέων Ρόμπσον (3.954 μ.) (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Φωτογραφία του ορεινού όγκου Σεντ Ιλάιας (η λευκή περιοχή στο κέντρο), στο Γιούκον του Καναδά, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Αύγουστο του 1989? η οροσειρά Σεντ Iλάιας εκτείνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην Αλάσκα, αλλά σχηματίζει σε καναδικό έδαφος την επιβλητική κορυφή του όρους Λόγκαν (6.050 μ.) (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Η καναδική σημαία κυματίζει περήφανα στην κορυφή του Πύργου της Ειρήνης (Peace Tower), που βρίσκεται στο κεντρικό κτίριο του Κοινοβουλίου (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Η βουλή των αντιπροσώπων είναι το κεντρικό σημείο κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, όπου συζητούνται εθνικά και διεθνή ζητήματα (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Το κτίριο του κοινοβουλίου της Βρετανικής Κολομβίας, στη Βικτόρια (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Αξιωματούχοι των «ερυθροχιτώνων», του φημισμένου έφιππου αστυνομικού σώματος του Καναδά, που εγγυάται τον σεβασμό του νόμου ακόμα και στις πιο απομονωμένες περιοχές του βορρά (φωτ. Πρεσβεία Καναδά).
Επίσημη ονομασία:
Καναδάς
Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001)
Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 52 μ., 224 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 168 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — ο χώρα της Β. Αμερικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • GR-EO51 — Nationalstraße 51 (Ethiniki Odos 51) Länge: ca. 120 km …   Deutsch Wikipedia

  • Genus griechischer Ortsnamen — Wegweiser auf der Europastraße 75 Griechische Toponyme, also die Eigennamen von geografischen Objekten im Griechischen, weisen einige sprachliche und grammatikalische Besonderheiten auf. Im Gegensatz zu Ortsnamen in den meisten westeuropäischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Ortsnamen — Wegweiser auf der Europastraße 75 Griechische Toponyme, also die Eigennamen von geografischen Objekten im Griechischen, weisen einige sprachliche und grammatikalische Besonderheiten auf. Im Gegensatz zu Ortsnamen in den meisten westeuropäischen… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Toponyme — Wegweiser auf der Europastraße 75 Griechische Toponyme, also die Eigennamen von geografischen Objekten im Griechischen, weisen einige sprachliche und grammatikalische Besonderheiten auf. Im Gegensatz zu Ortsnamen in den meisten… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”